Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

ΒΙΩΜΑΤΑ


O ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΩΝ ΡΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΙΝΑΣ
Γράφει ο: Δημήτρης Στεργίου*** Πηγή:http://www.dimitris-stergiou.gr

Μετά τη θεία λειτουργία, οι γυναίκες γέμιζαν τα ωραία (πολύχρωμα) πιάτα με κομμάτια από την «τούρτα» (είδος ψωμιού) και με κομμάτια από καρπούζι, πεπόνι και γευστική φέτα, τα σκέπαζαν με μια καθαρή (πολύχρωμη ή με τετραγωνάκια) πετσέτα (αμπόλια στα βλάχικα) και πήγαιναν σε όλα τα γειτονικά σπίτια και σε συγγενείς και τα πρόσφεραν (για τις ψυχές των νεκρών) ευχόμενες πάντα «Χρόνια Πολλά».
Η γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου στις 15 Αυγούστου είναι από τις μεγαλύτερες της Χριστιανοσύνης και της Ελλάδος, γι΄ αυτό και σε πολλές περιοχές της χώρας μας αποκαλείται και ως «Πάσχα του Καλοκαιριού». Και είναι ευχάριστη η διαπίστωση ότι στο χωριό μου, την Παλαιομάνινα Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, αυτή η ιερότητα, η θρησκευτικότητα, τα έθιμα και η ιδιαιτερότητα.....στη διαδικασία με την οποία περίμεναν οι Ριμένοι της Ακαρνανίας τη μεγάλη αυτή γιορτή δεν έχουν εξαφανισθεί από το χρόνο, το νέο τρόπο ζωής και την… παγκοσμιοποίηση, κυρίως από τους μεγαλύτερους σε ηλικία κατοίκους. Υπογραμμίζω την επισήμανση αυτή διότι όσες φορές βρέθηκα τα τελευταία χρόνια στο χωριό μου την ημέρα αυτή έβλεπα εικόνες που με γύριζαν δεκάδες χρόνια πριν!Η διαδικασία για τις γιορτές του Δεκαπενταύγουστου άρχιζε από την 1η Αυγούστου, δηλαδή με την έναρξη της νηστείας που τηρούσαν όλοι σχεδόν οι κάτοικοι, ακόμα και τα παιδιά! Τα φασόλια, οι φακές, τα κουκιά, το ντοματόρυζο, οι ντομάτες γεμιστές, οι μελιτζάνες, οι πατάτες στο φούρνο, ήταν το βασικό φαγητό όλων των οικογενειών του χωριού έως τις 15 Αυγούστου! Μολονότι, η περίοδος της νηστείας συνέπιπτε με την κορύφωση της διαδικασίας συλλογής και επεξεργασίας των καπνόφυλλων (σηκωνόμασταν στις 1 ή 2 το πρωί και αρμαθιάζαμε τα καπνόφυλλα έως το απόγευμα!) ήταν τόσο έντονη η χαρά της προσμονής της γιορτής που κανείς δεν καταλάβαινε πώς περνούσαν τόσο γρήγορα οι 15 ημέρες της νηστείας.Μάλιστα, όσο πλησίαζε η 15η Αυγούστου ή καλύτερα η παραμονή της γιορτής τόσο εντεινόταν η χαρά και η προσμονή και κορυφώνονταν οι προετοιμασίες τόσο από τις νοικοκυρές (καθαριότητα, ασβέστωμα τοίχων, αγορά ενός καλύτερου καλοκαιρινού φορέματος για να πάνε κυρίως οι νέες στην Εκκλησία κλπ) όσο και από τους άνδρες (παραγγελιά στους… υπαίθριους τότε κρεοπώλες για την ποσότητα και το είδος του κρέατος, κυρίως προβατίσιου, αγορά καρπουζιών, πεπονιών, ντομάτας, φέτας, κλπ).Πράγματι, η παραμονή της γιορτής της Παναγίας (κυρίως μετά το μεσημέρι) έμοιαζε με… Πάσχα. Όλοι οι κρεοπώλες του χωριού είχαν κρεμάσει από αυτοσχέδια ικριώματα (σχήματος Π) με τα τσιγκέλια τα σφαχτά και πουλούσαν συνεχώς στους πελάτες τους, σύμφωνα με τον κατάλογο παραγγελιών που είχαν καταρτίσει. Σημειώνω ότι τότε δεν υπήρχαν ψυγεία και, συνεπώς, το κρέας έπρεπε αμέσως να παραδοθεί και να παραληφθεί από τα νοικοκυριά για τα περαιτέρω.Στο μεταξύ, όλοι σχεδόν οι κεντρικοί δρόμοι του χωριού, όπου υπήρχαν τα υποτυπώδη… υπαίθρια κρεοπωλεία είχαν μετατραπεί σε υπαίθριες… ψησταριές, όπου ψήνονταν συνεχώς νοστιμότατα κοκορέτσια και σπληνάντερα και από όπου αναδυόταν μια… γευστικότατη κνίσα!Ανήμερα ή από το βράδυ της παραμονής, οι νοικοκυρές έβαζαν το προβατίσιο κρέας να σιγοβράζει επί… ώρες στην κατσαρόλα (τέντζερης), ενώ είχε ολοκληρωθεί και η διαδικασία για την παρασκευή της νοστιμότατης «τούρτας». Είναι στα βλάχικα ένα είδος ψωμιού που ζύμωναν οι γυναίκες με ιδιαίτερη επιμέλεια και ξεχωριστή διαδικασία. Κι αυτό όχι μόνο διότι ήταν ο «Άρτος της Παναγιάς», αλλά και διότι μετά τη θεία λειτουργία διανεμόταν από σπίτι σε σπίτι και, συνεπώς, έπρεπε να καταδείξει η κάθε νοικοκυρά ότι είναι επιδέξια!Λοιπόν, μετά τη θεία λειτουργία, οι γυναίκες γέμιζαν τα ωραία (πολύχρωμα) πιάτα με κομμάτια από την «τούρτα» και με κομμάτια από καρπούζι, πεπόνι και γευστική φέτα, τα σκέπαζαν με μια καθαρή (πολύχρωμη ή με τετραγωνάκια) πετσέτα (αμπόλια στα βλάχικα) και πήγαιναν σε όλα τα γειτονικά σπίτια και σε συγγενείς και τα πρόσφεραν (για τις ψυχές των νεκρών) ευχόμενες πάντα «Χρόνια Πολλά».Σημειώνεται ότι σε άλλες περιοχές μοιράζουν κόλλυβα! Αλλά, το πιάτο δεν άδειαζε ποτέ! Η προσφορά συνοδευόταν από … αντιπροσφορά των ίδιων περίπου κομματιών από την άλλη νοικοκυρά. Δεν άδειαζε ακόμα διότι οι περισσότερες και οι περισσότεροι παραλήπτες των κομματιών αυτών δεν ήθελαν να χαλάσουν την …όρεξη (περίμεναν πώς και πώς, ύστερα από 15 ημέρες νηστεία, να φάνε κρέας!)Πράγματι, το γιορτινό τραπέζι του Δεκαπενταύγουστου ήταν κάτι το ξεχωριστό. Ήταν μεγάλη γιορτή για τους Ριμένους της Ακαρνανίας. Και για το λόγο αυτό μεριμνούσαν να είναι πλούσιο από πολλά γευστικά παραδοσιακά ντόπια προϊόντα.Το κρέας ήταν κυρίως προβατίσιο και το μαγείρευαν με δύο συνήθως τρόπους: Ή με μακαρόνια χοντρά σε πικάντικη σάλτσα (όπως το περίφημο βλάχικο γαμήλιο φαγητό) ή με φρέσκιες ντομάτες και πατάτες σε ταψί στο φούρνο ή στη… γάστρα. Σε πολλά τραπέζια, έβλεπε κανείς και κοκορέτσια ή σπληνάντερα τα οποία είχαν αγοράσει ψημένα από τους υπαίθριους κρεοπώλες ή τα είχαν παρασκευάσει οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι.Και οι γιορτές του Δεκαπενταύγουστου τελείωναν με καλό ντόπιο κρασί, γευστική παραδοσιακή ντόπια φέτα και φρεσκοζυμωμένο ψωμί και, φυσικά, με παραδοσιακά τραγούδια και ευχές «Χρόνια Πολλά»!Έτσι, ήταν έτοιμοι να μπουν την επομένη και στη «Μάχη του Βελανιδιού». Η συγκομιδή του βελανιδόκαρπου άρχισε, συνήθως, μετά το Δεκαπενταύγουστο και μάλιστα σε δασοτεμάχια που είχαν διανεμηθεί πριν σε κάθε οικογένεια του χωριού. Επρόκειτο για μια ενασχόληση η οποία εξασφάλιζε επί δεκαετίες ικανοποιητικό πρόσθετο, συμπληρωματικό, εισόδημα στα νοικοκυριά της Παλαιομάνινας και, φυσικά, σε όλους τους κατοίκους της περιοχής, της Μάνινας Ξηρομέρου…
***Ο Παλαιομανιώτης Δημήτρης Λ. Στεργίου είναι δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Παλαιομάνινα Αιτωλοακαρνανίας.

                      ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ!
Γράφει ο Νίκος Ε. Ναούμης***(Πηγή:http://www.http://naoumis-nikos.blogspot.com



Αναμφισβήτητα, οι μέρες στην κρίση που διανύουμε, είναι από τις πλέον δύσκολες. Παρά τους πρόωρους πανηγυρισμούς που επικράτησαν σχετικά με τον συνεχή δανεισμό της χώρας μας, κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει, ότι το μέλλον της γενιάς μου κι αυτών που ακολουθούν, προδιαγράφεται δύσκολο, αν όχι ζοφερό. Δύσκολο, διότι λάθη και αστοχίες στην διακυβέρνηση του τόπου, μας υποχρεώνουν, να κρατάμε μικρό καλάθι προσδοκιών κι ονείρων. Όμως , θεωρώ, ότι το καλύτερο καταφύγιο, για να μπορείς να αποδιώξεις τις μαύρες αυτές εικόνες, είναι ένα ταξίδι στις αναμνήσεις των παιδικών σου χρόνων. Τα παιδικά μας χρόνια, όσο δύσκολα ή εύκολα κι αν ήταν για τον καθένα από εμάς, ήταν πλούσια σε έντονες εικόνες και όμορφες στιγμές. Ο λόγος, απλός… Τα χρόνια που είναι συνυφασμένα με την παιδική ηλικία ενός ανθρώπου, κρύβουν όλη την αθωότητα και φυσικότητα, που όλοι μας αποζητούμε σήμερα.
Τα δικά μου παιδικά χρόνια, δεν θα έλεγα, ότι ήταν και τα πλέον εύκολα. Ήταν όμως όμορφα και γεμάτα αγάπη από το περιβάλλον μου. Οι πιο έντονες εικόνες της παιδικής μου ηλικίας, είναι άρρηκτα (συνδε)δεμένες, με την ομορφότερη εποχή του χρόνου για ένα παιδί, το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι από πολλές απόψεις, είναι η εποχή εκείνη, που τα λουριά χαλαρώνουν και ο χρόνος έχει την δική του ιδιαίτερη αξία.
Τα δικά μου καλοκαίρια λοιπόν, στο χωριό μου, την Παλαιομάνινα του Δήμου Ξηρομέρου -Αιτωλοακαρνανίας, ήταν έντονα και όμορφα. Ξεκινούσαν με το κλείσιμο των σχολείων, περίπου στα μέσα Ιουνίου. Στον τόπο μου, εκείνα τα χρόνια, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, επικρατούσε η ασχολία με το κύριο εισόδημα, την καπνοκαλλιέργεια. Η καλλιέργεια του καπνού, εξασφάλισε στους νοικοκυραίους συγχωριανούς μου, στα μετέπειτα χρόνια, ένα καλό ετήσιο έσοδο. Εκτός όλων των άλλων, ο καπνός, αποτελούσε στην δεκαετία του ’80, μαζί με άλλα προϊόντα, τον αιμοδότη της ελληνικής οικονομίας. Η καλλιέργειά του ξεκινούσε από την άνοιξη με τα φυντάνια και την μεταφύτευσή του, το σκάλισμα το πότισμα ,το καλοκαίρι με την συλλογή του, την ξήρανση τον σχηματισμό σε βαντάκια και το δέσιμο σε δέματα προς τον χειμώνα. Μετά την καλλιέργεια λοιπόν του καπνού όλο τον χειμώνα, και το καλοκαίρι, δρέπονταν οι καρποί, μετά το μάζεμα και την επεξεργασία του, για να σταλεί στο τέλος της εποχής αυτής, στις μεγάλες βιομηχανίες που τον αγόραζαν.

Ακόμα θυμάμαι, την τέντα που έριχναν οι δικοί μου για να σκεπάσουν την αυλή του σπιτιού μας. Ο λόγος απλός. Η αυλή του κάθε σπιτιού στο χωριό μου το καλοκαίρι, μετατρέπονταν σ’ ένα εργαστήρι, που με την συμμετοχή μικρών και μεγάλων, γινόταν το αρμάθιασμα των φύλλων του καπνού, για να είναι έτοιμος, για να ολοκληρώσει τον κύκλο του, με την διαδικασία της αποξήρανσης του. Όταν εγώ ήμουν μικρός, η διαδικασία του αρμαθιάσματος του καπνού, είχε εξελιχθεί. Πρόλαβα όμως λίγο και θα σας περιγράψω τον πιο παραδοσιακό τρόπο, που με αυτόν κυρίως δούλευαν οι παλαιότεροι. Ο καπνός, έρχονταν απ’ το χωράφι σε τσουβάλια ή σε μεγάλα καλάθια. Οι μεγαλύτεροι, από τις πρώτες πρωϊνές ώρες, είχαν φροντίσει για την συγκομιδή του. Τα τσουβάλια αυτά, αδειάζονταν στην μέση της αυλής και όλη η οικογένεια, μαζεύονταν γύρω απ’ το σωρό, καθισμένη οκλαδόν. Ο καθένας, κρατούσε στο χέρι του, μια μεγάλη και λεπτή βελόνα, σαν αυτή του πλεξίματος φανταστείτε, πολύ αιχμηρή όμως. Ο καθένας λοιπόν έπρεπε να γεμίσει κατά μήκος αυτή την βελόνα, με τα φύλλα του καπνού. Αυτό γινόταν, τρυπώντας το κοτσάνι του καπνόφυλλου. Όταν η βελόνα γέμιζε, έσπρωχνες όλη αυτή την συστάδα καπνόφυλλων, στην κλωστή που ακολουθούσε την άλλη άκρη της βελόνας. Όταν αυτή η κλωστή, με προκαθορισμένο μήκος γέμιζε, σχηματίζονταν μια γιρλάντα, με φύλλα καπνού. Όλες αυτές οι αρμαθιές - γιρλάντες, μεταφέρονταν ύστερα σ’ ένα χώρο έξω απ’ το χωριό συνήθως, σε κάποιο κτήμα ή κήπο της οικογένειας στη ηλιάστρα, και αφήνονταν εκεί κρεμασμένες, για αποξήρανση με το φως του ηλίου, η διαδικασία αυτή λάμβανε χώρα καθ’ όλη την διάρκεια του καλοκαιριού. Όσο τα χρόνια περνούσαν, η ανάπτυξη της τεχνολογίας εισχώρησε στην κουραστική και επίπονη αυτή διαδικασία των παιδικών μου χρόνων. Ο εκσυγχρονισμένος τρόπος του αρμαθιάσματος επικράτησε του παραδοσιακού, με αποτέλεσμα να χάσει την ειδυλλιακή αξία που είχε για μας τα παιδιά αυτή η διαδικασία.

Το αρμάθιασμα του καπνού και γενικά οι ασχολίες που σχετίζονταν με τον καπνό, διαρκούσαν όλη την εβδομάδα. Η Κυριακή όμως, ήταν ημέρα ανάπαυσης και ξεκούρασης για τους σκληρά εργαζόμενους συγχωριανούς μου. Για μας τα παιδιά, ήταν όμως και η καλύτερη μέρα της εβδομάδας! Ο κόπος που κι εμείς καταβάλαμε όλη την εβδομάδα, παρά την κούραση των δικών μας, ανταμείβονταν. Πως γινόταν αυτό; Η διαδικασία ξεκινούσε από το Σάββατο το βράδυ. Το αυτοκίνητο της οικογένειας, πλένονταν και γινόταν σαν καινούριο. Είπαμε, η Κυριακή ακολουθούσε και ήταν η μέρα μας! Το πλύσιμο εθελοντικά, το αναλαμβάνανε με μεγάλη ευχαρίστηση μπορώ να πω, τα μικρότερα μέλη της οικογένειας.

Η Κυριακή έφτανε και το πρωϊνό ξύπνημα ήταν επιβεβλημένο. Όλοι, μικροί μεγάλοι, εκπληρώναμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, κάτι που στις μέρες μας, θεωρείται δυστυχώς αγγαρεία κι έχει παραμεληθεί. Μετά το σχόλασμα από την εκκλησία, ακολουθούσε η επίσκεψη στο καφενείο, καφές για τους μεγάλους, πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό η … υποβρύχιο για μας τα παιδιά! Όταν όλα αυτά τελείωναν, γύρω στις 11:00 το π.μ., έφτανε η μεγάλη ώρα! Ανεβαίναμε με ένα σάλτο στην φρεσκοπλυμμένη καρότσα του αγροτικού μας αυτοκινήτου με μπρατσάκια, κουβαδάκια και άλλα σύνεργα υπό μάλης και βουρ για την παραλία! Στην έξοδο του χωριού, έβλεπες κι άλλες χαρούμενες καρότσες φορτωμένες παιδική ευτυχία κι αθωότητα. Προορισμός μας, είτε η παραλία του Λούρου, είτε κατά δεύτερο λόγο, εκείνες τους Αστακού και του Βελά.

Θα ήταν παράλειψή μου σ’ αυτό το σημείο, αν δεν ανέφερα και την αγαπημένη μας συνήθεια εκείνων των χρόνων. Όλοι σαν μικρά παιδιά που ήμασταν, μας είχε αρέσει να παινευόμαστε, για τα «κατορθώματά» μας και να τα απαριθμούμε στους συνομήλικούς μας. Καλοκαίρι λοιπόν και όλοι μας, είχαμε επιδοθεί άτυπα σ’ έναν διαγωνισμό. Το έπαθλο του διαγωνισμού, δεν ήταν κάτι χειροπιαστό. Ήταν μόνο η ικανοποίηση του παιδικού μας εγωϊσμού. Όλοι λοιπόν, είχαμε επιδοθεί σ’ έναν μαραθώνιο, για το ποιος θα καταφέρει να φάει, τα περισσότερα παγωτά! Φυσικά, ο καθένας δήλωνε ότι ήθελε! Σημασία είχε όμως, αν κατάφερνε να πείσει τους γύρω του…

Το τέλος του καλοκαιριού ουσιαστικά για τις οικογένειες των καπνοκαλλιεργητών, συνέπιπτε, με την μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, τον δεκαπενταύγουστο. Οι αυλές ασπρίζονταν, τα σπίτια καθαρίζονταν και το έθιμο του χωριού για την μεγάλη ημέρα, τηρούνταν και μπορώ να πω, με ευχαρίστηση, ότι διατηρείται ως τις ημέρες μας. Την μεγάλη εκείνη ημέρα της Χριστιανοσύνης, μετά την θεία λειτουργία, στο χωριό μου έχουμε ένα πολύ ωραίο έθιμο. Το έθιμο αυτό, έχει να κάνει με την διανομή βρώσιμων αγαθών, σε συμβολικό επίπεδο, από τον ένα συγχωριανό στον άλλο. Κύριο αγαθό που το κάθε σπίτι διένειμε προς τα γειτονικά του, ήταν η « τούρτα « που λέμε στο χωριό μου. Δεν είναι τούρτα γλυκό όπως νομίζετε αλλά ζυμωμένο ψωμί, που συνοδεύεται συνήθως από τυρί και φρούτα. Ανάλογα με τις δυνατότητες, η κάθε οικογένεια, προσέφερε αν μπορούσε και γλυκά.



Κλείνοντας, πιστεύω ότι όλοι λίγο η πολύ, νοερά, μεταφερθήκατε και στα δικά σας παιδικά χρόνια. Είναι ωραίο που και που να θυμάσαι όμορφα γεγονότα. Είμαστε ένας λαός, που όσο και να ψάξει κανείς, μπορεί να βρεί στοιχεία, που δεν τα συναντάς πουθενά στη γη. Η σύγχρονη εποχή, μας έκανε σκληρούς και μας απομόνωσε από τους γύρω μας. Μήπως η λύση τελικά στ’ αδιέξοδα των καιρών μας, είναι να ξαναβρούμε όλα αυτά που μας ενώνουν και που μας στήριζαν; Πιστεύω τελικά πως ναι, αυτή είναι η λύση και μπορούμε να την πραγματώσουμε…
***Ο Παλαιομανιώτης Νίκος Ναούμης είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης) με εξειδίκευση στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές.

Ο ΑΡΧΟΝΤΑΣ ΤΩΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΩΝ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Γράφει ο Δημήτρης Αρβανίτης (Πηγή: http://arvanitisdimi.blogspot.com)



Πριν από λίγο διάβασα την είδηση στο Διαδίκτυο, Πέθανε χτες ο σπουδαίος κλαρινίστας Γιάννης Βασιλόπουλος. Ομολογώ ότι ένα κύμα θλίψης ανάμικτο με νοσταλγικές μνήμες των παιδικών μου χρόνων με κυρίευσε. Έβαλα ένα σιντί που είχα φτιάξει μόνος μου, να ακούγεται το κλαρίνο του και γράφω αυτές τις λέξεις στη μνήμη του... αλλά και στη μνήμη του πατέρα μου, των θείων μου, των συγχωριανών μου... που τόσες και τόσες φορές ταξίδευαν μαζί του.


Γιατί ο Γιαννάκης Βασιλόπουλος ήταν ταξιδευτής, σε έπαιρνε με τους μαγικούς του ήχους και σε πήγαινε σε άλλες πολιτείες, σε άλλους ουρανούς, σε άλλους γαλαξίες... Μεθυστικό κρασί το άκουσμά του κλαρίνου του! Δεν ήταν συνηθισμένο κλαρίνο, ήταν διαφορετικό, ξεχωριστό, το ηχόχρωμα του μοναδικό, σε χίλιους ήχους κλαρίνου, το δικό του ξεχώριζε, αυτός είναι Βασιλόπουλος, έλεγες... Πόσες και πόσες νύφες ξεκίνησαν τη ζωή τους με τους ήχους του Γιάννη; Πόσα και πόσα πανηγύρια, ονομαστά στη Πεντάλοφο και στο Μοναστηράκι αλλά και οι Μεγάλες Παρασκευές στις εκκλησίες, οι εκκλησιαστικοί του ύμνοι -Τα δάκρυα της Μαγδαληνής-, και οι διασκευές του – το αγριολούλουδο- τα υπέροχα σόλο του -Σαν της Άνοιξης Λουλούδι- ;

Όμως το κλαρίνο του Βασιλόπουλου ήταν και τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι τα πανηγύρια στο χωριό, φωνές, κόσμος, μυρουδιές, το κρέας στη λαδόκολλα, οι μπύρες κι οι παρέες στα τραπέζια.... Ο άρχοντας των πανηγυριών, τον θυμάμαι σα τώρα δα, όρθιο στο πάλκο με κάτασπρο κοστούμι, μαύρος ο ίδιος, τσιγγάνικη αλλά συνάμα θεϊκή μορφή με το πάντα περιποιημένο μουστάκι και το αψεγάδιαστο κατάμαυρο μαλλί του. Δίπλα του ο Γιάννης Κωσταντίνου, η Αννούλα Τσαχάλου, η Αννυ Λιαροπούλου, όμορφες φωνές αλλά μέρος ενός σκηνικού, ενός ουρανού όπου κυρίαρχο ήταν το αστέρι του Γιάννη Βασιλόπουλου. Λάμψη που ακτινοβολούσε και αυτούς...Τι παίξιμο, τι αυτοσχεδιασμοί και πως τρελαινόταν όταν έβλεπε δεινό χορευτή, φκιαχνόταν και πέταγε στη κυριολεξία. Ήθος, επαγγελματισμός, ιώβεια υπομονή, ποτέ δεν αρνήθηκε στις παρέες, στους χορευτές, μέχρι το πρωί...


Θυμάμαι είχε πει κάποτε ένας φίλος, στον Πετρολούκα Χαλκιά μετά από μια συναυλία, ΄΄είσαι ο πρώτος Πετρολούκα, είσαι ο καλύτερος΄΄ κι ο σεμνός –τεράστιος- καλλιτέχνης απάντησε ΄΄κάνεις λάθος φίλε, το καλύτερο κλαρίνο στην Ελλάδα είναι ο Γιάννης ο Βασιλόπουλος από τ΄Αγρίνιο΄΄ Δηλαδή είχε αναγνωριστεί από τους μεγάλους ομότεχνους του. Να πούμε βέβαια ότι ήταν αυτοδίδακτος, ότι έμαθε μόνος του και ότι του έδειχνε ο πατέρας του, μουσικός κι αυτός. Δεν ήξερε να διαβάζει νότες, αλλά δούλευε με το αυτί και μπορούσε απίστευτα να απομνημονεύει...


Λυπάμαι πολύ πού έφυγε, αυτός ο μεγάλος δεξιοτέχνης, νοιώθω ότι έφυγαν μαζί του και τα παιδικά μου χρόνια στο χωριό, έσβησε η εικόνα τους από μπροστά μου. Χαίρομαι όμως πού στα χνάρια του βαδίζουν άλλοι νεώτεροι για να κρατήσουν τη παράδοση της δημοτικής μας μουσικής ψηλά, όπως ο Θανάσης Βασιλόπουλος, ο Κώστας Αριστόπουλος, ο Πάνος Κοτρώτσος και σίγουρα κι άλλοι που εγώ δεν έχω ανακαλύψει...


Καλό ταξίδι Άρχοντα των Πανηγυριών, το Ξηρόμερο θα είναι φτωχότερο χωρίς εσένα και τα πανηγύρια μας δεν θα είναι πια ίδια.


Κι όταν θα βρεις τον πατέρα μου τον Νίκο, εκεί στον άλλο κόσμο, σε παρακαλώ, παίξε του τον Σελήμπεη, το αγαπημένο του που χόρευε στα πανηγύρια στο χωριό, παραγγελιά από το γιο του πες του. Με είχε αφήσει πολύ νωρίς και δε πρόλαβα ποτέ να του το αφιερώσω...Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Άρχοντα Γιάννη Βασιλόπουλε.

***Ο Παλαιομανιώτης Δημήτρης Αρβανίτης είναι (εκτός των άλλων) απόστρατος Αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού με το βαθμό του Συνταγματάρχη και  απόφοιτος Της Νομικής του ΑΠΘ   



ΣΑΝ ........   ΚΑΠΝΟΣ
Γράφει η Σωτηρία Δημονίτσα

   Τόσο η  ανταπόκριση στο  κάλεσμα ‘’γράψε κάτι για το μάζεμα του καπνού’’όσο και το ίδιο το κάλεσμα , απηχεί ίσως  και μια διάθεση ανακλητικής παιδικότητας με την έννοια της επουλωτικής ανάμνησης μπροστά στο φόβο του χρόνου που περνά και που φαίνεται υπεύθυνος για παραγωγικές  αναμοχλεύσεις …

    Μέσα από μια διαδικασία σχεδόν αυτόματης γραφής λοιπόν, δεν μπορώ να ξεχάσω τον εκκωφαντικό θόρυβο του ξυπνητηριού στις 4 .30 τα ξημερώματα (σαν να επρόκειτο να εγερθεί ένα τάγμα), ενώ συχνά χτυπούσε νωρίτερα το ρολόι των γειτόνων (μια ανάσα χώριζε το ένα σπίτι από το άλλο), το διαπίστωνα , κοιμόμουν λίγο ακόμα αλλά σε λίγο…η φωνή της μάνας ερχόταν να ακυρώσει την ‘’απόλαυση’’ μπροστά στο πρέπει της δουλειάς. 
 Και μετά ακολουθούσαν τα πολύ υγρά πρωινά, καθώς μες στο σκοτάδι ακόμα, ‘’λουζόμασταν’’ στα βρεγμένα φύλλα του καπνού, που όσο ψηλότερο ήταν τόσο πιο πολύ χαιρόταν ο πατέρας μου για την καλή έκβαση της σοδειάς και τόσο πιο δυσκίνητη γινόμουν εγώ εκεί μέσα, αφού ντυνόμουν σαν κρεμμύδι, μήπως και νικήσω την υγρασία που περόνιαζε και που δυστυχώς δεν ‘’τσίμπαγε’’ στα δικά μου τεχνάσματα. Μάλιστα η κατάργηση της δέουσας ευκινησίας δυσκόλευε σημαντικά τα πράγματα στο καταραμένο πατόφυλλο( το μάζεμα των κατώτερων φύλλων που ακουμπούσαν το χώμα) και αν και γενικά η σχέση μου με το χώμα δεν είναι κακή, θυμάμαι ότι δεν είχα νιώσει καθόλου  βολικά όταν κάποτε μαζεύοντας πατόφυλλο είχα ξεβολέψει ένα –ευτυχώς για μένα – κοιμισμένο φίδι.  
 Πάντως η ‘’ανάσα’’ ερχόταν όταν άρχιζε να βγαίνει σιγά-σιγά ο ήλιος (αυτή η στιγμή για μένα ήταν η πιο ‘’θεική’’). Ισως κανείς από μας να μην θαύμαζε τα αυγουστιάτικα φεγγάρια, που κι αυτά ήταν κομμάτι αυτής της πραγματικότητας , ρομαντική και εξωραισμένη ίσως , όμως ή ανατολή του ήλιου ήταν ευλογία, την περιμέναμε , γιατί στεγνώναμε , φωτιζόμασταν και αναμέναμε …τι;  Ότι μόλις ο ήλιος θα σκαρφάλωνε  μέχρι ενός καθορισμένου, για μένα, σημείου ΘΑ ΦΕΥΓΑΜΕ!...Βέβαια είχε και το τίμημα της αυτή η φυγή-όπως εξάλλου κάθε φυγή όταν αντιμετωπίζεται ως τέτοια.Επρεπε να νιώσεις ότι’’ψήνεσαι’’ μέσα στα ρούχα σου και ότι δεν τον αντέχεις άλλο τον άτιμο τον ήλιο, που τώρα πλέον δεν ήταν ευλογία.
 Αλλά έτσι είναι αυτά, σ ένα πρωινό βίωνες όλα τα στάδια της ‘’οδύνης και της ηδονής’’ με ένα κρεσέντο , θα έλεγε κανείς , που ξεκινούσε όταν άρχιζε να κινείται κάτι στους δρόμους , δηλαδή τα πρώτα φορτηγάκια ,τύπου DATSUN,  που περνούσαν δίνοντας το αυτονόητο πρόσταγμα του ‘’αποχωρειν ‘’. Και ήταν αυτό το στάδιο σαν πανηγύρι ή διάλειμμα πριν το αρμάθιασμα…
Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς πως όλη αυτή η προσπάθεια (που κρατούσε όλο το καλοκαίρι και στην  οικογένειά μου τελειώναμε πάντα τελευταίοι…εννοείται ότι οι διακοπές ήταν ως έννοια και κατάσταση άγνωστες) να φτάσεις στη συλλογή των τελευταίων και ψηλότερων φύλλων του καπνού, δηλαδή το ‘’ούτσιο’’ (που ήταν και το αγαπημένο μου καθώς δεν έσκυβα , δεν βρεχόμουν, δεν είχαν όγκο τα φύλλα…)αυτή λοιπόν η σταδιακή κατάκτηση του επιθυμητού στόχου νομίζω ότι ως τέτοια έχει μια ενδιαφέρουσα σημειολογία ως προς τη διαδικασία πειθαρχίας, προγράμματος , παρακολούθησης και βίωσης μιας εξέλιξης που στη βάση της παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με άλλες στοχεύσεις, και που όσο καλύτερη σχέση έχει κανείς μ αυτή τόσο πιο πολύ μπορεί να μιλά και για την ‘’απόλαυσή της’’.

Δημονίτσα Σωτηρία, Απόφοιτος Αρχαιολογίας - Φιλοσοφικής

ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΙΩΤΙΣΣΑ  ΡΙΜΕΝΑ 

Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα σε ένα σπίτι, στο οποίο συγκατοικούσαμε έξι γυναίκες, δηλαδή οι τρεις αδελφές μου, η μητέρα μου και η γιαγιά μας, η μάια. Υπήρχε φυσικά και ο πατέρας ο οποίος όμως, αφού δούλεψε μακριά μας επτά χρόνια στην Γερμανία, όταν  γύρισε ασχολήθηκε κυρίως με εξωτερικές δουλειές στα χωράφια. Έβλεπα τον ίσκιο του συνέχεια και παντού αλλά τον ίδιο σπανιότερα.  Στο σπίτι μας επίσης πολύ τακτικά είχαμε επισκέψεις από την αδελφή της μητέρας μου την Τέτα, και τις δυο της κόρες. Έτσι πολύ συχνά μαζευόμασταν  όλες μαζί γύρω από την μητριαρχική φιγούρα της μάιας, είτε στην αυλή το καλοκαίρι είτε στο τζάκι το χειμώνα, κάνοντας τις περισσότερες παιδικές μου αναμνήσεις  να είναι συνυφασμένες έντονα με τη γυναικεία παρουσία στις δεκαετίες κυρίως  του '70 και '80, ως παιδί και ως έφηβη.
  Σε αυτές τις μνήμες σημαντικό ρόλο παίζουν θυμάμαι οι συνάξεις των γυναικών, συνήθως τις Κυριακές το απόγευμα (ημέρα υποχρεωτικής θρησκευτικής αργίας) με τα σκαμνάκια μας στις αυλές με τα γεράνια και τους βασιλικούς ανάμεσα στις αυτοσχέδιες τενεκεδένιες και ασβεστωμένες γλάστρες. Κάθε φορά μπορεί να ήταν διαφορετικές αυλές, αλλά τα πρόσωπα ίδια, με πρωταγωνιστικό ρόλο να παίζουν οι γιαγιάδες με καλό αφηγηματικό λόγο, που γνώριζαν ιστορίες ανθρώπων και παλιά «αμαρτήματα» από γενιές πίσω, σαν διηγήσεις βιβλίων, τα δικά μας παραμύθια. Αυτές οι ηλικιωμένες γυναίκες είχαν και άλλους ρόλους. Μπορεί να μην ακολουθούσαν στα χωράφια τους γιους ή τις νύφες, όμως μαγείρευαν, κρατούσαν τα μωρά, τα παιδιά των παιδιών του όταν αναγκάζονταν να γίνουν μετανάστες στη Γερμανία και φυσικά είχαν επιφορτιστεί με το δασκάλεμά τους. «Ντρόμι σώμα ντρόμι μίντια/κοιμάται το σώμα κοιμάται και το μυαλό» φώναζε η ηλικιωμένη γειτόνισσα κάτω από το παράθυρό μου που είχε επιφορτιστεί με το ξύπνημα όλης της οικογένειας. 
 Είχα λοιπόν την τύχη ως μικρότερη (νίκα) στην οικογένεια, να ακούω συχνά τη φράση «σαν πολλές δεν ήμαστε βγες καμιά βόλτα» που με στελνε στα σοκάκια του χωριού ή ακόμα καλύτερα μακριά από τις δουλειές των χωραφιών. Και όταν με παίρνανε που και που  στην αγορά του Αγρινίου η μάνα μου δήλωνε με συγκατάβαση σε όποιον τη ρωτούσε για την οικογένειά της  «αχ να ζήσεις, δεν μου έδωσε ο Θεός παιδιά, ας είναι, έχω όμως τέσσερα κορίτσια!». Αν και απείχε φυσικά από τη ψύχωση της «Φραγκογιαννούς» είχε όμως την πεποίθηση ότι ήταν άτυχη γιατί απέτυχε να γίνει «αγορομάνα».  Προσωπικά ως παιδί δεν με ένοιαζε γιατί μου αρκούσε, που όταν γύριζε κατάκοπη από τα χωράφια με αναζητούσε για να με πάρει αγκαλιά, να με προλάβει δηλαδή πριν με πάρει ο ύπνος. Ήμουν στα αλήθεια τυχερή καθώς ήμουν και η μικρότερη και το κυριότερο, χωρίς αδελφό για να αποσπά ανισομερώς της αγάπη της. 
 Ανασύρω μνήμες ποτισμένες με την αγωνία της μάνας μου μεταξύ του μαζέματος καπνού, βαμβακιού στο Βάλτο, ελιάς και σπιτικών δουλειών, της φροντίδας του κατάκοιτου παππού μας, να παίρνει 2-3 ασπιρίνες την ημέρα. Έτσι προλάβαινε επιπλέον στην ταράτσα του σπιτιού μας να υφάνει στον αργαλειό λίγα εκατοστά από το φύλλο της 5η 6ης 12ης ούτε που κράτησα λογαριασμό, φλοκάτης και τη μάια να τη συνοδεύει γνέθοντας ή ξαίνοντας μαλλί.  Και όταν ερχόταν ο χειμώνας με λίγα κάρβουνα στο φαράσι για τα ξυλιασμένα πόδια, να προλάβει μήπως και έρθουν οι γαμπροί νωρίς και βρουν οι πεθερές τα κορίτσια της χωρίς προικιά, κλέβοντας έτσι ώρες ολόκληρες από την ξεκούραση. Για γράμματα ούτε που το φανταζόταν καθώς σήμαινε έξοδα και φασαρίες ενώ το σπίτι ήθελε χέρια και βοήθεια.  Άλλωστε τα κορίτσια που έφευγαν από το σπίτι τους από μικρές ξελογιάζονταν και «ντρόπιαζαν» τα σπίτια τους εάν δεν είχαν έναν αδελφό να τις προσέχει.
 Τη σκυτάλη στη συνέχεια την έπαιρνε η πρωτότοκη κόρη η οποία σαν μεγαλύτερη έπρεπε να βοηθά στο ζύμωμα του ψωμιού (10 καρβέλια και βάλε), στο πλύσιμο των ρούχων, στο καθάρισμα του σπιτιού και φυσικά στα καπνά δηλαδή  στο φύτεμα, στο μάζεμα και στο ξεβεντάκισμα, στα βαμβάκια, στις ελιές στο σκάλισμα και όπου αλλού πήγαιναν οι γονείς, πριν ακόμα τελειώσει το Δημοτικό. Μια μικρομάνα ήταν η μεγάλη μου αδελφή σιωπηλή, εργατική και στοργική που μόνο και μόνο για αυτό έχει ακόμα τον απεριόριστο θαυμασμό μου. Αισθάνομαι που και που ενοχές γιατί θεωρώ ότι τα παιδικά της χρόνια ήταν κλεμμένα και ας λένε ότι έτσι συνέβαινε σε όλα τα σπίτια των κοριτσιών. 
Η μόνη ψυχαγωγία για μας, που δεν περνούσαμε από τα καφενείο ούτε από μακριά, ήταν την Κυριακή που η μεγαλύτερη βόλτα ήταν μέχρι την εκκλησία του χωριού φορώντας τα καλά μας και ξανά πίσω στο σπίτι προσέχοντας να είμαστε σοβαρές. Γεγονότα σημαντικά ήταν και οι γάμοι που καθώς δεν μας δίνονταν πολλές ευκαιρίες για διασκέδαση πηγαίναμε ακάλεστες και παρακολουθούσαμε το γλέντι όρθιες, τουλάχιστον μέχρι να χορέψει η νύφη. Η νύφη από μόνη της ήταν μια απόμακρη, αινιγματική και σιωπηλή φιγούρα καθώς καθόταν, υπομονετικά σχεδόν στωικά στημένη και ντυμένη με το νυφικό ώρες ολόκληρες από το πρωί της Κυριακής του γάμου μέχρι την ώρα του μυστηρίου (τα στέφανα) για να μαζέψει από το χωριό τα χρήματα-κεράσματα του γάμου. Θυμάμαι νύφες πολλές μα από όλα μου έκανε εντύπωση το κλάμα τους την ώρα που τους λέγανε ότι ήρθε η στιγμή να φύγουν για την εκκλησία και να αφήσουν το πατρικό τους. Τις κόβανε από τις ρίζες τους μα γρήγορα ήταν εκπαιδευμένες να κάνουν άλλες αλλού. Εκ των υστέρων κατανοώ αυτό το κλάμα και ιδιοτελώς σκεπτόμενη χαίρομαι που το πατρικό μου σπίτι, χώρος γεννήσεων και θανάτων τουλάχιστον 5 γενεών,   έμεινε τελικά σε μένα γιατί δεν υπάρχει αδελφός να το δικαιούται.
     Στο περιβάλλον που μεγάλωσα ανακάλυψα σχετικά γρήγορα τον κώδικα που ανέτρεφε το φύλο μου και από τον οποίο δύσκολα κανείς ξέφευγε. Πρώτα από όλα υπήρχε ο λόγος του άντρα του ή  μεγάλων αδελφών οι οποίοι εάν θέλανε  μπορούσαν να σπουδάσουν ή να οδηγήσουν αγροτικό ή τρακτέρ και άρα να είναι και χρήσιμοι. Το δεύτερο ήταν ότι ο καλός ο γάμος βασιζόταν στον χαρακτήρα και στη συμπεριφορά των κοριτσιών, η οποία διαφυλασσόταν αυστηρά και αμείλικτα πρώτα από όλα από τις ίδιες τις μανάδες τους.  Επίσης ήταν γεγονός ότι από τη στιγμή που ο γονιός θεωρούσε ότι το παιδί του, ακόμα και τα αγόρι, μπορούσε να βοηθήσει όσο μικρό και αν ήταν τον έπαιρνε μαζί στη δουλειά στα χωράφια, στα ζώα, στα δέντρα παντού. Με απογοήτευση θυμάμαι ακόμα αλλά και με απορία όταν η γιαγιά μιας συμμαθήτριας μου έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα όταν τέλειωσα την έκτη Δημοτικού και πήγα για το συνηθισμένο πέρασμα από τα σπίτια των φιλενάδων μου  λέγοντας  « το κορίτσι μας το έχουμε για παντρειά και όχι για τα σοκάκια!». Στο θέμα του γάμου και οι δυο γονείς μας εύχονταν να πέσουμε σε «καλά χέρια» γιατί φυσικά δεν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε σε καμιά περίπτωση πίσω, κάτι που και εμείς θεωρούσαμε αυτονόητο πως δεν θα γίνει ποτέ!
 Ένα άλλο κεφάλαιο της γυναικείας παρουσίας ήταν οι γυναίκες των παλαιότερων γενιών από τη δική μου, που ήταν στην πλειοψηφία τους μαντιλοφορούσες, κομμάτι σήμερα που  συνδυάζεται με πένθος ή με αναχρονιστικότητα, σήμα κατατεθέν όμως τότε της καραγκούνας" γυναίκας στο Ξηρόμερο. Όμως για τις περισσότερες μαντιλοφορούσες (που είναι λίγες πια) το μαντήλι και από κάτω η μακριά πλεξίδα, που έκαναν ώρα να την πλέξουν, ήταν ένα σύμβολο του εαυτού τους. Αυτό το συνειδητοποίησα όταν προσπάθησα στην ανωνυμία και την ανεξαρτησία της Αθήνας να πείσω τη μάνα μου  να βγάλει τη μαντήλα αλλά  γύρισε και μου είπε απλά πως δεν έπρεπε να ντρέπομαι  για κείνη. Και τότε για πρώτη φορά είδα τον εαυτό της από τη δική της ματιά  και κατάλαβα ότι αυτό με το οποίο μεγάλωσε ήταν ο κόσμος της,  μιας άλλης εποχής βέβαια που αργοπεθαίνει, άλλα ήταν κομμάτι του εαυτού της που κάποτε της επιβλήθηκε, αλλά για κείνη πια ήταν η ταυτότητά της που έμαθε με το καιρό να αγαπά.
  Βίωσα όμως έντονα και μια άλλη πτυχή της γυναικείας προσωπικότητας  αυτή που είχε σχέση με τους θανάτους και είτε μου φέρνει την εικόνα της ηλικιωμένης γυναίκας με τη διπλή μαντήλα  είτε της νεότερης που κρατούσε το πένθος για χρόνια σαν μια μορφή ακούσιας αλλά και εκούσιας πολλές φορές καταδίκης. Οι γυναίκες  θρηνούσαν πάντα πολλές μαζί πάνω από το νεκρό έχοντας  την «κορυφαία του χορού», που ήξερε να μοιρολογά γιατί είχε βιώσει κατάσαρκα τον πόνο με ένα αργόσυρτο πολυφωνικό και πολύ ιδιότυπο στα αυτιά μου μοιρολόγι χαρακτηριστικό του χωριού. Όσο σεμνή ήταν στη χαρές η ριμένα τόσο εκφραστική και ελεύθερη ήταν στο πένθος και στο μοιρολόγι. Εκεί που η γυναικεία φύση έστω και σε ακραία κατάσταση βρήκε διέξοδο, μια διέξοδο να εκφράσει τη λύπη της το θυμό την ατυχία αλλά και τον πόνο της. Εκεί η ριμένα του χωριού μπορούσε να είναι ο εαυτός της και να μην παρεξηγηθεί από κανέναν. Μπορούσε να ζητήσει το λόγο από το νεκρό για τα παθήματά της, να εκφράσει τον πόνο να πει δημόσια τρυφερές κουβέντες στο άντρα, στον πατέρα, στο γιο που δεν τόλμησε ίσως να εκφράσει ποτέ.  Και όταν ερχόταν εκείνη η ώρα που και η μάνα έφευγε ερχόταν πάλι πίσω σε κάθε πίκρα και πόνο στα χείλη των παιδιών της σαν ψίθυρος και  αναστεναγμός "Λέλε ντάντω, λέλε".
Και κει στη γωνιά των αναμνήσεων στέκουν οι  οικογένειες με άντρες προβληματικούς, κοινό μυστικό στη μικρή κοινωνία που όμως έδωσαν παιδιά ώριμα, που συνέχισαν τη ζωή τους ομαλά. Αυτό συνέβαινε γιατί τις πιο πολλές φορές οι μάνες στα σπίτια αυτά, δεν στραγγίζονταν από τον προσωπικό τους μαρτύριο, αλλά σαν βουβοί κυματοθραύστες προστάτευαν στα όρια του δυνατού τα βλαστάρια τους, αποτελώντας στα μάτια μου ένα μάθημα για τη σύγχρονη «αγχωτική» και αδιέξοδη οικογένεια. 
 Γράφοντας όλα τα παραπάνω δεν μπορώ να μην αναφερθώ συνειρμικά  στην περιγραφή του περιηγητή W. Leake για τις γυναίκες που αντίκρισε  το Μάρτιο του 1809  κοντά στη θέση "Παλαιά Μάνη" μέσα στην πομπή από οικογένειες "Καραγκούνηδων". "Τα νήπια ήταν σε κούνιες κρεμασμένες στις πλάτες τους, με τα σώματα κυρτά από το βάρος, αλλά το βήμα τους ήταν ταχύ. Έσερναν από ένα άλογο, ή τα σχοινιά από δύο τρία και ταυτόχρονα ήταν απασχολημένες με το γνέσιμο του μαλλιού!" 

   Αυτός λοιπόν  η Ριμένα, που φώναζε τον πεθερό αφέντη, που καθόταν όρθια στο τραπέζι για να εξυπηρετεί τον άντρα, που δεν περνούσε από τα καφενεία, που κουβαλούσε μια κρυμμένη θηλυκότητα, που είχε τόσα προβλήματα και  που παραλίγο να μη με αφήσει να σπουδάσω θεωρώ ότι μου έδωσε ανάμεσα σε όλα αυτά τα «αναχρονιστικά» και κάτι πολύτιμο. Αυτό το «κληροδότημα» ίσως δεν είναι μοναδικό, ήδη  το αναγνώρισα και στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη και είναι κάτι μεταξύ αξιοπρέπειας, αντοχής, υπομονής και  οικογενειακής αλληλεγγύης. Είναι η πίστη ότι σε κάθε δυσκολία «έχει ο Θεός», καθώς και το χαμόγελο κάθε φορά που αντικρίζουμε τα μάτια των παιδιών μας, ό,τι καιρό και να 'χει η ψυχή μας. Τελικά νομίζω ότι θα αισθανθώ μεγάλη ικανοποίηση εάν καταφέρω και γω να ξεχωρίσω αλλά και να μεταφέρω αυτό το κομμάτι του κώδικα  και στη δική μου κόρη...

ΚΚ

   

1. ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΩΝ ΕΛΛΗΝΕΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ

ΛΑΤΙΝΟΦΩΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ (ΑΡΜΑΝΟΙ ΄Η ΒΛΑΧΟΙ Ή ΑΡΩΜΑΝΟΙ)





Προέλευση και σημερινή εντόπιση



Οι λατινόφωνοι κάτοικοι της νοτίως του Δουνάβεως Χερσονήσου του Αίμου, γνωστοί στην διεθνή βιβλιογραφία ως Aromuns, αποτέλεσαν αντικείμενο ιστορικής ερεύνης, αλλά παρόλα αυτά ερωτήματα όπως η προέλευση και η πρώιμη ιστορία των Αρμάνων παραμένουν χωρίς ικανοποιητική απάντηση (Κ. Χρήστου, 1999). Αυτόχθονες Αρμάνοι προκύπτει ότι υπήρξαν στην Ελλάδα, Αλβανία και FΥΡΟΜ. Οι μεγάλες Αρωμανικές ομάδες στη Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ρουμανία εμφανίζονται κατά το 18o αιώνα ως αποτέλεσμα μετακινήσεων των Αρωμανικών πληθυσμών. Στο παρελθόν κράτη όπως η Ρουμανία και η Ιταλία επιχείρησαν να αποσπάσουν από τους πληθυσμούς αυτούς την ελληνική εθνική ιδέα γεγονός που δεν κατάφεραν και κρίνονται ως ιστορικά αβάσιμοι ισχυρισμοί (βλέπε ιστορικά δεδομένα). Στο συνολό τους οι Αρμάνοι των βαλκανίων παρουσιάζουν ομοιότητες (συγγενικές διάλεκτοι) αλλά και διαφορές (ενδυμασία, έθιμα) αποτέλεσμα ίσως της γεωγραφικής τους εντόπισης και της αλληλοεπίδρασης με γειτονικούς πληθυσμούς.




Η επικρατέστερη άποψη που υποστηρίζεται από πλήθος ιστορικών ερευνητών φέρει τους λατινόφωνους βλάχους ως αποτέλεσμα εκλατινισμού ελληνικού πληθυσμού το οποίο όμως διατήρησε έτσι λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση (Στεργίου Δ, 2007). Το λατινόφωνο ιδίωμα των Αρμάνων χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ. Αντίθετα στην Δακία (παλιά ονομασία της Ρουμανίας), η Λατινική διαδόθηκε 5 αιώνες μετά, δηλαδή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. και για το λόγο αυτό σύμφωνα με το Γ. Μπαμπινιώτη δεν διατηρούν αρχαϊκά λατινικά στοιχεία. Μάλιστα οι Ρουμάνοι έχασαν τελείως την μητρική τους γλώσσα την Δακική, σε αντίθεση με τους Έλληνες που διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα ως κύρια, και τα βλάχικα ήταν μία δευτερεύουσα γλώσσα σε ενδοοικογενειακό και μόνο επίπεδο. Φαίνεται ότι οι ομοιότητες στις δύο γλώσσες οφείλονται σε άνοδο λατινόφωνων από το νότο προς τον Βορρά (τη σημερινή Ρουμανία), κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και όχι το αντίθετο.




Στο βιβλίο του Δημήτρη Γ. Τσούτσα "Βλάχοι... ιστορία - πολιτισμός - έθιμα - προσωπικότητες" (Αλμυρός 2006) αναφέρονται μεταξύ άλλων:




".......Οι πρώτοι στο χώρο των Βαλκανίων που εκλατινίζονται συναντώνται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο. Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνισμός της Αδριατικής δέχεται την πίεση των Ιλλυριών (ο λαός που ζούσε πάνω από τον Γεννούσο ποταμό – περίπου στην σημερινή Βόρεια Αλβανία-), και πρώτοι οι Κερκυραίοι (γύρω στο 229 π.Χ.), ζητούν την βοήθεια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έρχονται για βοήθεια αλλά έχουν προβλήματα με τους Καρχηδόνιους και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς, οπότε ζητούν την βοήθεια των Ελλήνων της σημερινής Βόρειας Ηπείρου καθώς και των Ελληνικών πόλεων που βρίσκονται κατά μήκος των Αδριατικών ακτών, αλλά για να γίνει η στρατιωτική συνεννόηση, επιβάλλεται να χρησιμοποιούν την Λατινική γλώσσα, η οποία έκτοτε έγινε απαραίτητο εργαλείο διοικητικών επικοινωνιών και δημοσίων σχέσεων. .............. Σε εποχές και μέρη όμως με υψηλό φρόνημα αντίστασης, οι Ρωμαίοι συγκροτούσαν και ένοπλα τμήματα με σκοπό αφ’ ενός την διατήρηση της τάξης στην περιοχή, αφ ‘ετέρου δε την διατήρηση της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών όπου και τα πιο ανυπότακτα στοιχεία. Αυτές οι στρατιωτικές ομάδες συγκροτούνταν από ντόπιους άντρες -οι οποίοι σαν αντάλλαγμα έπαιρναν κάποια χωράφια- και οι οποίοι αποκαλούνταν ¨armati¨ (αρμάτι), όρο που οι Βλαχόφωνοι στο πέρασμα των αιώνων έκαναν ¨αρμάτουλου¨ και ¨αρματόλι¨, τα οποία αργότερα ελληνοποιήθηκαν στα ¨αρματολός¨ και ¨αρματολοί¨. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους Έλληνες ως φρουρούς, γιατί ούτε περίσσευμα δυνάμεων είχαν, ούτε την πρόκληση ή ενόχληση του ντόπιου πληθυσμού ήθελαν. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την άποψη του Μιχαήλ Χρυσοχόου ο οποίος ήταν αξιωματικός και χαρτογράφος του στρατού, και ο οποίος με την ιδιότητα του χαρτογράφου μελέτησε την μορφολογία της οροσειράς της Πίνδου, και τα παλιά τοπωνύμια και τις παραδόσεις των χωριών. Επίσης του είχε κάνει εντύπωση πως όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων ήταν στην Πίνδο και στον Βαρνούντα. Το συμπέρασμα και αυτού ήταν ότι η πρώτη διαμόρφωση του λαού των Βλάχων προήλθε από τις οροφυλακές τις οποίες εγκατέστησαν οι Ρωμαίοι. Παρατηρεί ότι η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την Μακεδονία και την Θεσσαλία προς τα ανατολικά, και την Ιλλυρία και την Ήπειρο προς τα δυτικά. .........Η οροσειρά αυτή είναι παράλληλη προς την ανατολική ακτή του Αδριατικού πελάγους και αποτελεί μία «αμυντική γραμμή πρώτης τάξεως», την σημασία της οποίας είχαν αντιληφθεί οι Ρωμαίοι γι αυτό και θέλησαν να γίνουν οι κυρίαρχοί της. Με τον τρόπο που περιέγραψα η γλώσσα των Ρωμαίων (η γλώσσα των λεγεωνάριων) εξαπλώθηκε από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Όσοι εκλατινίστηκαν την εποχή αυτή δέχτηκαν τους επόμενους αιώνες επιδρομές από νέους κατακτητές (Σλάβους, Γερμανούς, Άραβες), στις γλώσσες τους εισήχθησαν νέες λέξεις και έτσι τελικά φτάσαμε στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών όπως η ιταλική, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική, ελβετική, ρουμανική, αρωμανική. Η εκλατίνιση των πληθυσμών της Βαλκανικής κράτησε από το 167 π.Χ. μέχρι και το 397 μ.Χ. δηλ. μέχρι την εποχή του διαχωρισμού του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από το Δυτικό, τα δε λατινικά παρέμειναν η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ηρακλείου".






Γραπτές Αναφορές και Ιστορικά Δεδομένα




Το 171 π.Χ ο ρωμαίος στρατηγός Παύλος Αιμίλιος κυριεύει την Ήπειρο και στη συνέχεια τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (168 π.Χ) που μαζί με τη νότιο Ιλλυρία αποτέλεσαν μια ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα Μακεδονία.








146-120 πΧ έγινε η κατασκευή της via Εγνατία των Ρωμαίων, που έδιναν προτεραιότητα στη διάνοιξη στρατηγικών δρόμων και η οποία ξεκινούσε από την Επίδαμνο (Δυρράχιο) συνέχιζε στο Λυχνιδό (Οχρίδα), την Ηράκλεια, τη Πέλλα και στη πρώτη φάση κατέληγε στη Θεσσαλονίκη ενώ στη δεύτερη μέχρι την Κωνσταντινούπολη.








Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν ένοπλες φρουρές, τις οροφυλακές για τη φύλαξη των συνόρων και των επικίνδυνων οδικών κόμβων από επιθέσεις ιδίως στη ραχοκαλιά της Πίνδου και της Εγνατίας οδού.




Το 31 πΧ ιδρύθηκε η Νικόπολη από τον Οκταβιανό μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) σε ανάμνηση της νίκης του κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Από τους χρόνους του Αύγουστου το 31 π.Χ οι στρατιώτες για τις λεγεώνες του ανατολικού κράτους στρατολογούνται από τις χώρες της ελληνικής επιρροής και μειώνεται αισθητά η παρουσία του ρωμαϊκού στοιχείου στις επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας.




Την εποχή του Αδριανού 117μ.Χ, στις οροφυλακές των Ανατολικών επαρχιών, στρατολογούνταν ντόπιοι στρατιώτες, οι κλεισουροφύλακες και μόνο οι αξιωματικοί είναι Ρωμαίοι που κι αυτοί σιγά-σιγά τείνουν ν’ αφομοιωθούν από τους αυτόχθονες κατοίκους. Είχε δημιουργηθεί μια νέα πλέον πίστη στους στρατιώτες που κάθε άλλο παρά «ρωμαϊκό συμφέρον» υποστήριζαν. Γι αυτό ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (211-217μ.Χ) ανακήρυξε σε Ρωμαίους πολίτες όλους τους μη ρωμαίους στρατιώτες. Romanus cives" (Edictum Antoninianum 212 μ.Χ.)




Έχουμε την πρώτη αναφορά στους Αρωμανικούς πληθυσμούς στα μέσα του 6ου αιώνα από τον Ιωάννη Λυδό " (Περί αρχών της Ρωμαίων πολιτείας, Ι Λυδού) ο οποίος αναφέρει εκλατινισμένους πληθυσμούς Ελλήνων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και ιδίως στα όρη της Πίνδου και στις γύρω πεδιάδες : " Νόμος αρχαίος ήν, πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δε και παρά ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν. ου παραβαθέντος, ως είρηται, τα της ελαττώσεως προύβαινε. τα δε περί την Ευρώπην πρατόμενα, πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το τους αυτής οικήτορας, και περ Έλληνας εκ του πλείστου όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας..".



Το 579-582 ο Θεοφύλακτος Σιμοκράττης περιγράφοντας μια εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Αβάρων στη Θράκη υπό τον στρατηγό Κομενίολο, σε κάποια στιγμή που το φορτίο ενός υποζυγίου έγειρε κάποιος δικος του φώναξε "τη επιχωρίω γλώσση, τόρνα, τόρνα, φράτρε". Η χρονική περίοδος που ακολουθεί θεωρείται κομβική καθώς φαίνεται ότι άρχισε η σταδιακή απομόνωση λατινόφωνων ελληνικών ομάδων προς τις ορεινές περιοχές όπως στη ραχοκαλιά της Πίνδου σε μια προσπάθεια ίσως επιβίωσής τους από τις βαρβαρικές επιδρομές. Η κινητοποίηση των βαρβαρικών φυλών στην Ευρώπη και την Ασία από τα τέλη του 5ου μ.Χ. αιώνα οφείλεται στη διάλυση του βασιλείου των Ούννων και τη μεγάλη μετανάστευση των λαών, των Γερμανικών φύλων (Γότθων, Ερούλων, Λομβαρδών κ.ά.) γεγονός το οποίο έδωσε στην Ευρώπη την εθνική φυσιογνωμία που έχει ως σήμερα. Οι Σλάβοι ήδη από το 500μ.Χ. είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους πατρίδα και κατείχαν τη βόρεια όχθη του Δούναβη, από το Βελιγράδι ως τις εκβολές.




Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο ακόμη μπορούσε με όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των επιδρομών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί, ότι οι περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους και Άντες (ομάδες Σλάβων) σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες καταστροφικές επιδρομές που γίνονταν με στόχο τη λεία, μετά τις οποίες οι βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το Δούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόμη σε μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια.




Από το 550 μ.Χ. η διάρκεια των επιδρομών άρχισε να μεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειμώνιαζαν πλέον στις κατακτημένες περιοχές, μερικές φορές καταλάμβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα διατηρούν για ορισμένα χρόνια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων μαρτυρείται από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωμένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια μέσω της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μέχρι τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584 μΧ: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν ξακουστό επίσης για την επιδρομή ενός απαίσιου λαού, με τ’όνομα Σλάβοι, που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθμα φρούρια, και κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια, κι ακόμη, επειδή ο βασιλιάς είναι μπλεγμένος στον πόλεμο με τους Πέρσες κι έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή, ζουν με την άνεσή τους στην χώρα …». Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εμφανίζονται πια ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδρομές τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους.




Η κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο τελευταίος εκείνη την εποχή έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη λατινική και τις ευρείες λαϊκές μάζες της Ρωμαϊκής Ανατολής, και καθιέρωσε την ελληνική επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τους Αρωμανικούς πληθυσμούς όμως ήταν αργά καθώς η επιδρομή των εισβολέων τους ώθησε στην απομόνωσή τους στα δυσπρόσιτα βουνά, στον ασφαλή νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μακριά από τα κέντρα εξουσίας. Οι επιδρομές των Σλάβων φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες. Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν και στην Πελοπόννησο. Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του Δούναβη εμφανίζονται οι Βούλγαροι.Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδρομών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα. Μόνο σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά μπόρεσαν να διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους Ρωμαίους». Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραμμή Ιλλυρικού – Δούναβη συνέβαλε στην αποξένωση μεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού μισού της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστημα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας αρκετά μεγάλος λατινόφωνος πληθυσμός συμβιώνοντας ειρηνικά με τους Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόμοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης παρέμειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσμου. Η Λατινική, που μέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισό του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως συγκροτημένοι γεωργοί και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες.




Φοβερή επιδημία πανούκλας το διάστημα 746-747 επιτείνει την απομόνωση των φυλετικών ομάδων.



Το 976 έχουμε την πρώτη γραπτή αναφορά στο όνομα βλάχος, από τον Ι Σκυλίτση όπου αναφέρεται στη δολοφονία του αδελφού του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ "τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβιδ μεν ευθύς απεβίω, αναιρεθείς μέσον καστορίας και Πρέσπαςκατά τα λεγόμενας καλάς Δρυς πρατινών Βλάχων οδιτών" (Ι. Σκυλίτσης, Synopsis Historiarum, 1973).



Το 980 ο αυτοκράτορας Βασιλείος Β΄ τοποθετεί το Λαρισαίο πρόκριτο Νικολιτσά αρχηγό των Βλάχων της Ελλάδας "γινώσκουσα δε η βασιλεία μου ότι από του μακαρίτου μου πατρός έχεις τούτο δια χρυσοβούλου, αντί των εξκουβιτών, δωρείται σε την αρχήν των Βλάχων Ελλάδος" (Ανωνύμου, Λόγος νουθετητικός προς Βασιλέα, Πετρούπολις 1896). Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι οι Βλάχοι της Θεσσαλίας βρισκόταν υπό τη βυζαντινή εξουσία αν και είναι άγνωστο αυτοί οι λατινόφωνοι κάτοικοι από που ακριβώς προέρχονται και πια ακριβως διάλεκτο μιλούν.




Η Άννα Κομνηνή όταν αναφέρεται στις επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ εναντίον των Κουμάνων (1094-1095) αναφέρεται για πρώτη φορά στους Βλάχους ως σημαντικό στοιχείο στην οροσειρά τπου Αίμου. Η ίδια όμως αναφέρει στο έργο της “Αλεξιάς” μας επιβεβαιώνει γράφοντας ότι “οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, βλάχους τούτους καλεί η κοινή διάλεκτος”.



Ο Κεκαυμένος στο "Στρατηγικόν" του περιέγραψε πολεμοχαρείς Βλάχους γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισσα "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν [το γένος των Βλάχων] πρός τινα ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά τoυ βασιλέως Tραΐανoύ και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν ... ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ... ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικουσιν, εν οχυροίς και δυσβάτoις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων όθεν αγανακτήσαντες κατ' αυτών, ως είρηται, διέφθεφαν αυτούς οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα ... " (Κεκαυμένος, έζησε τον ΙΑ' αιώνα). Στην αναφορά αυτή μπορεί κάποιος να διατυπώσει δύο προβληματισμούς. 1) Πολεμοχαρείς ομάδες Βλάχων που όμως ασκούσαν και νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μετακινούμενοι ανάλογα με τις πιέσεις των εισβολέων δεν συμβαδίζει 2) πόσο παλιό είναι αυτό το γένος που ώφειλε αλλά δεν απέδιδε "πίστιν" στους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων αλλά παρόλα αυτά ωμιλεί (εάν ωμιλεί) την λατινική διάλεκτο και ποια λατινική διάλεκτο; Επιπλέον ο Βενιαμίν εκ Τουδέλλης, ισπανός ραβίνος του 12ου αιώνα, υποψιάζεται πως τουλάχιστον οι ληστές Βλάχοι της Θεσσαλίας είχαν εβραϊκή καταγωγή γιατί ενώ λήστευαν τους Εβραίους, τους αποκαλούσαν αδέλφια και δεν τους σκότωναν όπως τους Ελληνες.




Κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι εμφανίζονται ως ένας άρτια συγκροτημένος πληθυσμός με ευρεία κατανομή στα βαλκάνια. Είναι υπό την προστασία της Βαλιντέ σουλτάνας (δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου), γεγονός που τους εξασφαλίζει σχετική ανεξαρτησία με καταβολή ασήμαντου σχετικά φόρου. Φτιάχνουν τα περίφημα τσελιγκάτα, τα αρματολίκια, τους βρίσκουμε κτηνοτρόφους, αγωγιάτες, βιοτέχνες, τεχνίτες κι εμπόρους.




Κατά τον 16ο - 17ο αι. μ.Χ. οργανώνονται αρκετές βλάχικες κοινότητες οι οποίες και ακμάζουν πάρα πολύ (Μέτσοβο, Καλλαρύτες, Ζαγόρι). Από όλες αυτές ιδιαίτερη σημασία έχει η πόλη της Μοσχόπολης (ή Βοσκόπολης), κοντά στη σημερινή Κορυτσά, όπου ιδρύεται και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο γύρω στα 1730, ιδρύεται η Νέα Ακαδημία του Πλάτωνα, και λειτουργεί τυπογραφείο όπου τυπώνονται τα πρώτα ελληνικά βιβλία. Αρχίζει και σχηματίζεται μια αστική τάξη Αρμάνων (Βλάχων) στα βαλκάνια που έδωσε φοβερή ώθηση στα γράμματα το εμπόριο και τον πολιτισμό (Ν. Μέρτζος, Α. Κουκούδης).




Κατά τον 18ο αι. μ.Χ. με την ανάπτυξη του εμπορίου πολλοί Βλάχοι μεταναστεύουν στις Ρωσία, Ουγγαρία, Αυστρία, Σερβία και φυσικά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία, οι οποίες το 1859 ενώνονται για να φτιάξουν τη σύγχρονη Ρουμανία), οι οποίες την εποχή εκείνη είναι ημιαυτόνομες περιοχές. Εκεί οι Βλάχοι αποτελούν την αστική τάξη μαζί με τους Φαναριώτες (επιφανείς Έλληνες από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης που αποτελούν την άρχουσα τάξη). Η άνθηση αυτή των Βλάχικων κοινοτήτων διακόπτεται με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών που βρίσκει τους Βλάχους διασκορπισμένους σε όλη την βαλκανική. Μέχρι το 1850 κανείς δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των Αρμάνων βλάχων. Χαρακτηριστικά το Οθωμανικό κράτος στις στατιστικές του συμπεριλαμβάνουν τους Αρμάνους μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες ενώ οι ίδιοι ποτέ δεν θέλησαν από μόνη τους να διαφοροποιηθούν ως ξεχωριστό έθνος μη νιώθοντας ότι έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση από τους Έλληνες..




Από το 1850 έως και το 1877 είχε αναπτυχθεί μια ρουμανική δραστηριότητα προσάρτησης των Αρωμανικών πληθυσμών στη Ρουμανία με τη μορφή ενός ανεξάρτητου κρατιδίου με πρωτεργάτη το ρουμανόφρωνα Απόστολου Μαργαρίτη (Apostol Margarit). Εν τω μεταξύ το Οθωμανικό κράτος το 1905 αρκετά συρρικωμένο, υπό την πίεση της Αυστρίας και της Ουγγαρίας αναγνωρίζει το Αρμάνικο έθνοs, "Aromanian millet" στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Σουλτάνο Abdul Hamid τον δεύτερο.



Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε μεγαλώσει τα συνορά της αλλά έπερεπε να τα διατηρήσει κυρίως από τις βλέψεις της Βουλγαρίας. Τότε ο Ε. Βενιζέλος αναγνωρίζει Ρουμανοβλαχική μειονότητα στην Ελλάδα(;) Συγκεκριμένα τον Ιούλιο 1913 υπογράφεται στην Ρουμανία η Συνθήκη του Βουκουρεστίου μεταξύ Βενιζέλου και Titu Maiorescu, η οποία μεταξύ άλλων παρέχει πλήρη αυτονομία εις τα Κουτσοβλαχικά σχολεία και Εκκλησίες της Ελλάδος. Η σχετική διπλωματική διακοίνωση προς την Ρουμανική κυβέρνηση που υπογράφεται από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο αναφέρει τα εξής:




"Εν Βουκουρεστίω τη 23η Ιουλίου 1913 Προς τον πληρεξούσιον της βασιλικής Ρουμανικής Κυβερνήσεως εν τη εν Βουκουρεστίω Συνδιασκέψει:




Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων Σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψει την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της ελληνικής κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα".



Όπως επισημαίνει και ο δημοσιογράφος Ν Μέρτζος η Ελλάδα τότε είχε σχεδόν διπλασιατεί και έπρεπε ο Βενιζέλος οπωσδήποτε να κατοχυρώσει τα νέα σύνορα κυρίως σε ότι αφορούσε τη Βουλγαρία έχοντας με το μέρος του το διαμεσολαβητή δηλ τη Ρουμανία. Η Ελλάδα έπρεπε να απολέσει κάτι και επιλέγει ως Ιφιγένεια να θυσιάσει τους Αρωμανικούς πληθυσμούς. Κάτι που έγινε και 10 χρόνια αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1923, όπου ο Βενιζέλος υπογράφει για την Ελλάδα στις Σέβρες της Γαλλίας, ακόμα μία ιστορική συνθήκη, γνωστή ως Συνθήκη περί προστασίας των εθνικών μειονοτήτων (Συμπλήρωμα της Συνθήκης των Σεβρών του 1920), που παρέχει επιπρόσθετη προστασία στις Βλαχικές κοινότητες της Ηπείρου. Στο σχετικό άρθρο 12 αναφέρονται τα εξής: "Η Ελλάς συμφωνεί να παραχωρήσει υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, εις τας Βλαχικάς κοινότητας της Πίνδου, τοπική αυτονομία ως προς τα θρησκευτικά ή σχολικά ζητήματα"




Τελικά το μόνο που ΄συνέβη ήταν "λίγα σχολεία με πολλούς ρουμανίζοντες δασκάλους αλλά δίχως μαθητές" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθανάσιος Χρυσοχόου.




Στον πόλεμο του ’40 μετά την πλήρη κατάληψη της Ελλάδας εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα των Ρουμανιζόντων στα βλαχοχώρια με επίκεντρο την Λάρισα που δημιουργείται κίνηση γαι την δημιουργία ανεξάρτητου Βλάχικου κράτους (¨Πριγκιπάτο της Ηπείρου¨) που θα περιλαμβάνει την Δυτ. Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία μέχρι τον Δομοκό. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Λάρισσα με επικεφαλής τους Αλκ. Διαμάντη, Νικ. Ματούση και Βασ. Ραπουτίκα η 5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Στις 6 Ιανουαρίου 1942 με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ γίνεται μία δήλωση στην οποία τονίζεται η ελληνικότητα των Βλάχων και η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστασης.





Οι Ρουμανικές εκκλησίες και τα σχολεία λειτούργησαν στην Ελλάδα μέχρι και το 1944 επειδή στη Ρουμανία κλείσανε τα ελληνικά σχολεία. Καταργήθηκαν το 1945 μετά την κομμουνιστικοποίηση της Ρουμανίας και την άρση της υποστήριξης προς την Ρουμανοβλαχική μειονότητα στην Ελλάδα. Ο κυριότερος λόγος που "ξεφούσκωσε" όμως τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ρουμανοφρόνων ήταν οι ίδιοι οι Αρμάνοι. Τελικά είτε εξαιτίας της άγνοιας του Βενιζέλου για την συνεχή ιστορική παρουσία των Αρμάνων στην Ελλάδα, που όπως αναφέρθηκε προϋπήρξαν του Ρουμανικού κράτους, είτε επειδή ηθελημένα θυσίασε ένα μέρος των Ελλήνων στο βωμό των διαπραγματεύσεων, τελικά εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι η συμφωνία δεν μπορούσε να επικυρώσει κάτι που δεν υφίστατο. Η συμμετοχή των ίδιων των Αρωμανων σε αυτή την προσπάθεια εκρουμανισμού υπήρξε ασθενής προς μεγάλη απογοήτευση των ρουμάνων ιθυνόντων και παρόλα τα οικονομικά οφέλη που πρόσφεραν. Οι κάτοικοι που "εξαγοράστηκαν" και μετανάστευσαν στη γη της Επαγγελίας εξαπατήθηκαν αλλά λίγοι μπόρεσαν να γυρίσουν πίσω. Οι Αρμάνοι της Ελλάδας είχαν σε αυτόν τον αγώνα πολύτιμη βοήθεια από τους επιφανείς Έλληνες Βλάχους λόγιους και ευεργέτες.



Τελικά οι Αρμάνοι της Ελλάδας κατάφεραν να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα με φανατισμό παλεύοντας με όλους τους εχθρούς της Ελλάδας και σήμερα η γνώση της ιστορίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια για "χειραγώγησή μας" από κανένα προπαγανδιστικό κίνημα όπως δυστυχώς μπορεί να συμβεί στις γείτονες χώρες της Αλβανίας και των Σκοπίων. Το μόνο θέμα πια είναι το "ιερό χρέος" των απογόνων των Αρμάνων της Ελλάδας με σύμμαχο την ιστορία και τις σύγχρονες επιστήμες (γλωσσολογία, γενετική) να αποκαταστήσουν την αλήθεια για μια παρεξηγημένη και πολύ ταλαιπωρημένη ομάδα ανθρώπων που επέμενε ελληνικά ακόμα και όταν το επίσημο κράτος τους χρησιμοποίησε ως εξιλαστήρια θύματα.

Αρωμούνοι - Βλάχοι


Σούρπη 1895
Ἀναστάσης Κ. Πηχιών *

Γιὰ πολλὰ θέματα, πού ἀφοροῦν ἄμεσα τὸν Ἑλληνισμό, ὑπάρχει δυστυχῶς σὲ μεγάλο μέρος τοῦ πληθυσμοῦ τῆς χώρας, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἁρμοδίους, πού χειρίζονται τὰ ἐθνικὰ θέματα, ἂν ὄχι τέλεια ἄγνοια, τουλάχιστον ἐλλειπῆς γνῶσις αὐτῶν, ἡ ὁποία ὀφείλεται εἴτε σὲ ἄγνοια τῆς ἱστορίας τοῦ τόπου μας, εἴτε σὲ παραπληροφόρηση πολλάκις μάλιστα ἐσκεμένη. 
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἐθνικὰ αὐτὰ θέματα ἦταν ἀπὸ πεντηκονταετίας καὶ πλέον τὸ ζήτημα τῆς περιοχῆς τῶν Σκοπίων, τὸ ὁποῖο μόλις πρόσφατα ἀφύπνισε τὸν Ἑλληνισμό, μετὰ τὴν διάλυση τῆς Γιουγκοσλαβίας καὶ τὴν ἀνακήρυξη ὡς ἀνεξαρτήτου κράτους τῆς Π.Γ.Δ.Μ. Καὶ τώρα ἀκόμη ὁ πολὺς κόσμος εἶναι ἀπληροφόρητος γιὰ τὸ πραγματικὸ πρόβλημα τῆς ὀνομασίας τῆς Δημοκρατίας αὐτῆς καὶ τὰ παρελκόμενα ζητήματα πού θὰ ἀνακύψουν ἐὰν ὀνομασθεῖ ¨ Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας ¨.
Ἕνα ἄλλο ζήτημα, πού ἀνέκυψε ἐκ τοῦ μηδενὸς ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ προηγουμένου αἰῶνος, εἶναι τὸ Κουτσοβλαχικό, τὸ ὁποῖο μᾶς δημιούργησε ἀρκετὰ προβλήματα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος καὶ ἀργότερα κατὰ τὰ χρόνια τῆς Ἰταλικῆς κατοχῆς, ἔχει ἀδρανήσει τὰ τελευταῖα χρόνια λόγω τοῦ ὅτι ἡ Ρουμανία, ἡ ὁποία τὸ δημιούργησε, βρίσκεται σὲ ἀδύναμη πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ θέση ὥστε νὰ προβάλει αἰτήματα στὸ ἐξωτερικό, δὲν ἀποκλείεται ὅμως στὸ μέλλον ¨φίλοι¨ καὶ ἐχθροὶ νὰ τὸ ἀναστήσουν καὶ νὰ θέσουν πρόβλημα βλάχικης μειονότητας στὸν Ἑλληνικὸ χῶρο, μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι δῆθεν οἱ Βλάχοι δὲν εἶναι Ἕλληνες ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρα ἐθνότητα. Γι αυτὸ πρέπει τόσο οἱ χειριζόμενοι τὰ ἐθνικά μας θέματα, ὅσο καὶ ὁ πολὺς λαὸς νὰ γνωρίζει τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἀδελφοί μας Κουτσόβλαχοι ὥστε νὰ ἀντιδροῦν ἄμεσα καὶ ἀποτελεσματικὰ στὶς πιθανὲς δολοπλοκίες τῆς ξένης προπαγάνδας. Δυστυχῶς ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ πού γνωρίζουν πῶς ἔχει ἀκριβῶς τὸ Κουτσοβλαχικό, πῶς δημιουργήθηκε, τὴν ἱστορία του, τὶς φάσεις πού πέρασε καὶ τί προβλήματα μᾶς δημιούργησε. Οἱ πλεῖστοι, ἀκόμη καὶ μορφωμένοι ἄνθρωποι, ἀγνοοῦν παντελῶς τὸ θέμα ἤ εἶναι παραπληροφορημένοι. 
Θὰ προσπαθήσω νὰ παρουσιάσω συνοπτικὰ τὸ ὅλο θέμα.

Βλάχοι ἤ Ἀρμάνι, Ἀρμοῦνοι ἤ Ἀρωμουνοι ὅπως οἱ ἴδιοι αὐτοαποκαλοῦνται, εἶναι τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τῶν διγλώσσων Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ γλῶσσα ὁμιλοῦν καὶ λατινογενὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα προερχόμενο ἀπὸ τὴν δημώδη λατινικὴ γλώσσα τῆς Ἀνατολῆς, ἐμπλουτισμένο μὲ λέξεις τουρκικές, σλαβικὲς καὶ κυρίως ἑλληνικές. 
Βλάχοι ἐπίσης ἦταν ὅλοι οἱ ὑπήκοοι τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, ἀπὸ τὴν Βρετανία μέχρι τοῦ Βοσπόρου, ὁπού διαπιστώνεται χρῆσις Ρωμανικῆς ( λατινογενοῦς ) γλώσσας, ὅπως τῶν Οὐαλλῶν στὴν Βρεταννία, τῶν Βαλλόνων στὸ Βέλγιο, τῶν Δάκων καὶ Γετῶν στὴν Δακία ( νῦν Ρουμανία ), σὲ μιὰ περιοχὴ τῆς Ἐλβετίας τὴν Βαλαισία ( γάλλ. Vallais ), ὄπου ὁμιλεῖται μιὰ Ρωμανικὴ διάλεκτος, καὶ τῶν Βλάχων τῆς πρώην Γιουγκοσλαβίας, οἱ ὁποῖοι καλοῦνται Τσιντσάροι.
Ἡ πρώτη σημασία τοῦ ὀροῦ Βλάχος εἶναι λατινόφωνος καὶ ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξεως προέρχεται ἀπὸ τὴν γερμανικὴ ρίζα ¨ Wαlch, Walach ¨, ἡ ὁποία κατὰ μίαν ἐκδοχή, προῆλθε ἀπὸ τοὺς πρώτους λατινόφωνους, πού συνήντησαν τὰ γερμανικὰ φύλα καὶ οἱ ὁποῖοι ἦταν ἡ ἀναφερόμενη ἀπὸ τὸν Καίσαρα γαλατικὴ φυλὴ Volcae καὶ κατὰ τὸν Στράβωνα Οὐόλκαι. Ἔτσι στὴν Ἀγγλία οἱ λατινόφωνοι ὀνομάσθηκαν Welsh ( Οὐαλλοὶ ), στὴν Γαλλία καὶ τὸ Βέλγιο Wallons ( Βαλλόνοι ), κ.λ.π. Οἱ Σλάβοι μετέτρεψαν τὸ Walch σὲ Wlach καὶ ἀπʼ αὐτοὺς μεταδόθηκε ἡ λέξις Βλάχος στὴν Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία πολὺ ἀργότερα, κατὰ τὸν 10ον μ. Χ. αἰώνα.
Οἱ ὑπήκοοι τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἑλληνόφωνοι ἤ λατινόφωνοι ἐκαλῦντο Ρωμαῖοι καὶ μετὰ τὴν κατάλυση αὐτῆς ἀπὸ τοὺς ‘Οθωμανούς, οἱ μὲν ἑλληνόφωνοι καλοῦνται Ρωμιοί, οἱ δὲ λατινόφωνοιἈρμάνι ἡ Ἀρωμοῦνοι, λέξις πού προέρχεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ Romanus μὲ τὸ ἑλληνικὸ προθετικὸ ἀ καὶ σημαίνει Ρωμιός. 
Βέβαια ὅλοι αὐτοὶ οἱ λαοὶ οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν Ρωμανικὴ ( λατινογενῆ ) διάλεκτο δὲν ἔχουν καμία φυλετικὴ σχέση μεταξύ τους, κανένας δὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἰσχυρισθεῖ, ὅτι οἱ Οὐαλλοὶ ἡ οἱ Βαλλόνοι εἶναι ἀδέλφια μὲ τοὺς Ρουμάνους ἡ μὲ τοὺς Ἀρωμούνους τῆς Πίνδου καὶ τῆς Θεσσαλίας. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ Ρουμάνοι δὲν ἔχουν καμίαν σχέσιν μὲ τοὺς Οὐαλλούς, τοὺς Βαλλόνους καὶ τοὺς δικούς μας Ἀρωμούνους. Ἁπλῶς καὶ μόνον ὅλοι αὐτοὶ ὁμιλοῦν ἕνα λατινογενὲς ἰδίωμα. 

Ὅταν στὰ μέσα τοῦ παρελθόντος αἰῶνος τὸ νεοσύστατο τότε Ρουμανικὸ κράτος ἀνακάλυψε ὅτι στὴν Μακεδονία, τὴν Ἤπειρο καὶ τὴν Θεσσαλία ὑπάρχει ἕνας πληθυσμός, ὁ ὁποῖος ὁμίλει μιὰ διάλεκτο λατινογενῆ ὁμοιάζουσα μὲ τὴν Ρουμανικὴ γλώσσα, βρῆκε τὴν εὐκαιρία γιὰ ἰδεολογικοὺς καὶ πολιτικοὺς λόγους νὰ καλλιεργήσει τὴν ἰδέα ὅτι δῆθεν οἱ Ἀρωμοῦνοι - Βλάχοι ( ἤ Κουτσόβλαχοι ) τῶν περιοχῶν αὐτῶν εἶναι ἀδελφοί τους. 
Ἡ Ρουμανία ἦταν τότε ἕνα νεοσύστατο πλούσιο κράτος, πού προῆλθε ἀπὸ τὴν ἕνωση τῶν παριϊστρίων ἡγεμονιῶν, Βλαχίας καὶ Μολδαβίας, χωρὶς ὅμως ἱστορία, δικό της πολιτισμό, πνευματικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ κίνηση, γιατί ὅλα προήρχοντο ἀπὸ τοὺς ἐγκατεστήμενους ἐκεῖ Ἕλληνας, καὶ χωρὶς ἐθνικὰ ἰδεώδη. Ὅταν λοιπὸν ὁρισμένοι ἰδεολόγοι Ρουμάνοι ἀνεκάλυψαν τοὺς Βλαχόφωνούς της Ὀθωμανικῆς τότε αὐτοκρατορίας καὶ τοὺς παρουσίασαν στὸν Ρουμανικὸ λαὸ ὡς ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι στενάζουν κάτω ἀπὸ τὸν Τουρκικὸ ζυγό, ἀναπτύχθηκε στὴ Ρουμανία ἕνας συναισθηματισμὸς γιὰ τοὺς ἀλύτρωτους ἀδελφοὺς καὶ ἡ αἴσθησις ὅτι ἡ Ρουμανία εἶναι μεγάλη χώρα μὲ πληθυσμοὺς δικούς της καὶ σὲ ἄλλες χῶρες, καὶ ὅτι ἔχει καὶ αὐτὴ μιὰ προϊστορία. Ὁ ἐθνικισμὸς καὶ ὁ μεγαλοϊδεατισμός, ὁ ὁποῖος ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀνεπτυγμένος σ΄ὅλες τὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης, καλλιεργήθηκε καταλλήλως ἀπὸ ὁρισμένους μεγαλοϊδεάτες Ρουμάνους καὶ βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος στὶς λαϊκὲς μάζες. Ἀμιγεῖς Ρουμανικοὶ πληθυσμοὶ στὴν Βεσσαραβία καὶ στὴν Τρανσυλβανία εὐρίσκοντο ὑπὸ ξένη κυριαρχία, τὴν Ρωσικὴ καὶ τὴν Αὐστριακὴ ἀντιστοίχως. Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία τῆς Ρουμανίας ἀνίσχυρη νὰ ἔλθει σὲ σύγκρουση μὲ τὶς δύο αὐτὲς Μεγάλες Δυνάμεις καὶ νὰ ἀπαιτήσει τὴν ἐνσωμάτωση τῶν Ρουμανικῶν αὐτῶν πληθυσμῶν στὸ Ρουμανικὸ κράτος, πού ζητοῦσε ὁ λαός, ἐξέτρεψε τὸ ἐθνικὸ λαϊκὸ αἴσθημα πρὸς τοὺς βλαχόφωνους κατοίκους τῆς Μακεδονίας,Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας, οἱ ὁποῖοι ἐπειδὴ ὁμιλοῦν τὸ λατινογενὲς ἰδίωμα τὸ ὁποῖο ὁμοιάζει μὲ τὴν Ρουμανικὴ γλῶσσα εἶναι δῆθεν ἀδελφοί τους Ρουμάνοι. Ἐπίσης ἡ Ρουμανικὴ πολιτικὴ ἐπεδίωκε τὸν προσεταιρισμὸ τῶν Βλάχων - Ἀρωμούνων καὶ γιὰ νὰ ἀξιοποιήσει τὸ ἐμπορικὸ καὶ γενικὰ τὸ ἐπιχειρηματικὸ δυναμισμό τους . Αὐτὰ ἦταν τὰ ἀρχικὰ αἰτία τῆς Ρουμανικῆς πολιτικῆς, ἡ ὁποία ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιούργησε τὸ Κουτσοβλαχικὸ ζήτημα. Ἐν συνέχεια, ὑπεισῆλθαν καὶ ἄλλοι παράγοντες, κατὰ τὴν ὅλη πορεία τῶν Ρουμανικῶν διεκδικήσεων, ὅπως οἰκονομικοί, γιατί πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντες Ρουμάνους βρῆκαν ἕναν εὔκολο τρόπο πλουτισμοῦ ἀπὸ τὰ τεράστια κονδύλια, πού διέθεται ἡ Ρουμανικὴ κυβέρνησις γιὰ τὴν προπαγάνδα, καὶ καλλιεργοῦσαν τὴν ἰδέα στὸν ἁπλὸ λαὸ περὶ τῶν ἀδελφῶν τους Βλάχων, ἀλλὰ καὶ πολιτικοί. Πὰρ΄ ὅλο πού ἡ Ρουμανικὴ κυβέρνησις ἤξερε ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐνσωματώσει στὸ Ρουμανικὸ κράτος πληθυσμούς, ἔστω καὶ ἂν κατόρθωνε μὲ τὴν προπαγάνδα της νὰ τοὺς παρασύρει στὸν Ρουμανισμό, τόσο μακρὰν εὐρισκόμενους, χρησιμοποίησε τὸ χαρτὶ τῶν Κουτσόβλαχων, ἰδιαίτερα κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος καὶ μετέπειτα, συνεργαζόμενη καὶ βοηθώντας τὴν Βουλγαρικὴ προπαγάνδα, ὥστε νὰ τὸ παζαρεύσει μὲ τὴν Βουλγαρικὴ κυβέρνηση μὲ τὶς διεκδικήσεις της, πού εἶχε, ἐπὶ τῆς περιοχῆς τῆς Δοβρουτςᾶς, τὴν ὁποία διεκδικοῦσε ἀπὸ τὴν Βουλγαρία. 

Ἡ Ρουμανικὴ προπαγάνδα, ὅπως προανέφερα, διέθεσε τεράστια ποσὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὸν σκοπό της. Κὰτ΄ ἀρχὰς ἐπεστράτευσε, πληρώνοντάς τους ἁδρά, ξένους καὶ δικούς της ἐπιστήμονες, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐργασίες καὶ δημοσιεύσεις στὸν Εὐρωπαϊκὸ καὶ Ρουμανικὸ τύπο, προσπάθησαν νὰ πείσουν τὴν ἀκαδημαϊκὴ κοινότητα καὶ τὴν Εὐρωπαϊκὴ κοινὴ γνώμη, ὅτι οἱ βλαχόφωνοι πληθυσμοὶ τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου δὲν εἶναι Ἕλληνες ἀλλὰ ἀποτελοῦν ἰδιαιτέρα ἐθνικὴ ὀντότητα, ἀδελφή τοῦ Ρουμανικοῦ λαοῦ. Ταυτοχρόνως μὲ πράκτορές της στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, μὲ πρωτεργάτη τὸν ἐξωμότη, πρώην ἑλληνοδιδάσκαλο Ἀπόστολο Μαργαρίτη ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀβδέλλα, προσπάθησαν νὰ παρασύρουν στὸν Ρουμανισμὸ τὸν βλαχόφωνο πληθυσμό. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ χρησιμοποίησε τὰ ἴδια μέσα, πού χρησιμοποίησε καὶ ἡ Βουλγαρικὴ προπαγάνδα κατὰ τὴν πρώτη φάση τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος. Διέθεσε τεράστια χρηματικὰ ποσὰ γιὰ νὰ ἐξαγοράσει συνειδήσεις, νὰ ἱδρύσει Ρουμανικὰ σχολεῖα καὶ νὰ δώσει ὑποτροφίες σὲ πτωχὰ βλαχόφωνα παιδιὰ νὰ σπουδάσουν στὴν Ρουμανία. Ταυτοχρόνως ἐνίσχυε οἰκονομικὰ καὶ τὶς οἰκογένειες τῶν παιδιῶν, πού φοιτοῦσαν στὰ Ρουμανικὰ σχολεῖα. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει ἀρκετοὺς βλαχόφωνους στὸν Ρουμανισμό, κυρίως ἀπὸ τοὺς πιὸ ἐνδεεῖς, καὶ τοὺς νεαρούς, πού τελείωναν τὶς σπουδές τους στὴν Ρουμανία καὶ τοὺς ἔστελνε πίσω νὰ κηρύξουν τὸν Ρουμανισμό. Πὰρ΄ ὅλες ὅμως τὶς προσπάθειές της καὶ τὸν πακτωλὸ τῶν χρημάτων, πού διέθεσε, ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ βλαχόφωνου πληθυσμοῦ ἦταν πολὺ μικρότερη τῶν προσδοκιῶν της. Οἱ πλεῖστοι ἀντέδρασαν δυναμικὰ στὶς ἐνέργειες τῆς Ρουμανικῆς προπαγάνδας, ἀπεμόνωσαν τοὺς ἐξωμότες συμπατιωτές τους, ὅλοι δὲ οἱ προύχοντες καὶ οἱ προεστοὶ τῶν βλάχικων κοινοτήτων παρέμειναν πιστοὶ στὶς ἑλληνικές τους παραδόσεις, ὡς ἀκραιφνεῖς Ἕλληνες, πού ἦσαν. Τὰ σχολεῖα, πού ἵδρυσε ἡ προπαγάνδα, ἐνῶ στὰ χαρτιὰ φαίνονταν πολλὰ καὶ μὲ πολλοὺς μαθητᾶς στὴν παραγματικότητα εἶχαν ἐλαχίστους μαθητᾶς ἐν σχέσει μὲ τὸν βλαχόφωνο πληθυσμό, γιατί οἱ περισσότεροι προτιμοῦσαν καὶ ἔστελναν τὰ παιδιά τους στὰ Ἑλληνικὰ σχολεῖα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας συντηροῦνταν ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπὸ τοὺς βλαχόφωνους Ἕλληνες. Ἡ προσπάθεια ἐπίσης τῆς Ρουμανικῆς προπαγάνδας καὶ τοῦ ἐπισήμου Ρουμανικοῦ κράτους νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὶς Ἑλληνικὲς κοινότητες ἐκκλησίες, στὶς ὁποῖες νὰ γίνονται οἱ ἱεροτελεστίες στὴν Ρουμανικὴ γλῶσσα ἀπέτυχαν, κατόπιν τῆς σθεναρᾶς ἀντιδράσεως τοῦ Πατριαρχείου καὶ τῶν ἴδιων τῶν βλαχοφώνων Ἑλλήνων.
Τὶς ἐνέργειες τῆς Ρουμανικῆς προπαγάνδας οἱ μὲν Τοῦρκοι τὶς ὑπέθαλπαν, πιστοὶ στὸ δόγμα ¨ διαίρει καὶ βασίλευε ¨, ἀλλὰ καὶ διότι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὑψηλὰ ἱστάμενους τῆς Τουρκικῆς κυβερνήσεως ἐδωροδοκοῦντο ἀπὸ τὴν Ρουμανία, ἀπὸ τὶς ξένες δὲ χῶρες τοὺς βοηθοῦσαν οἱ Αὐστριακοί, οἱ Ἰταλοὶ καὶ τὸ Βατικανό, γιὰ ἴδιους σκοποὺς ὁ καθένας, ὅλοι δὲ μαζὶ γιὰ νὰ ἀποδυναμώσουν τὸ Ἑλληνικὸ στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο κυριαρχοῦσε στὸν χῶρο τῆς Νοτιοανατολικῆς Εὐρώπης, οἱ πιὸ δυναμικοὶ δὲ Ἕλληνες τοῦ βορειοελλαδικοῦ χώρου, προτοῦ νὰ ἔλθουν οἱ ἀδελφοί μας ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ τὴν Μικρὰ Ἀσία, ἦταν οἱ βλαχόφωνοι Ἕλληνες. 
Ὅσον ἀφόρα τὴν διαστρέβλωση τῆς ἀληθείας ὡς πρὸς τὴν καταγωγὴ καὶ τὴν ἐθνικότητα τῶν Βλάχων, ἡ Ρουμανικὴ κυβέρνησις καὶ προπαγάνδα ἵδρυσε ¨ Ἰνστιτοῦτο Ρουμανικῶν Σπουδῶν ¨, καὶ μὲ Ρουμάνους καὶ μερικοὺς ξένους ἀργυρώνυτους ¨ ἐπιστήμονες ¨ προσπάθησε μὲ διάφορες διατριβές, ἔκδοση βιβλίων καὶ δημοσιεύματα στὶς Ρουμανικὲς καὶ ξένες ἐφημερίδες, νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ Βλάχοι δὲν εἶναι Ἕλληνες γιατί ὁμιλοῦν τὸ λατινογενὲς ἰδίωμα. Πρέπει νὰ τονίσουμε τὸ γεγονός, ὅτι ὅλοι οἱ βλαχόφωνοί τοῦ Ἑλλαδικοῦ χώρου ἦταν καὶ εἶναι δίγλωσσοι, ὁμιλοῦν δηλαδὴ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα ἄριστα, γράφουν μόνον στὴν Ἑλληνική, καθόσον δὲν ὑπάρχει γραπτὴ Κουτσοβλαχικὴ ἤ Ἀρωμουνικὴ γλῶσσα, μὲ ἐξαίρεση ὁρισμένες μόνον ἐλάχιστες γυναῖκες στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, οἱ ὁποῖες δὲν ἤξεραν Ἑλληνικά. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ διετύπωσαν διάφορες θεωρίες περὶ τῆς καταγωγῆς καὶ προελεύσεως τῶν Βλάχων στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο.

Μέχρι πρὸ ἐτῶν, ἐπικρατοῦσα ἰδέα στὸν ἐπιστημονικὸ κόσμο ἦταν, ὅτι μιὰ γλῶσσα δεσπόζουσα, ἀνωτέρου πολιτισμοῦ, ὅπως ἦταν ἡ Ἑλληνική, δὲν ὑποχώρει σὲ μιὰ κατωτέρα ὅπως ἡ Λατινική. Ἄρα οἱ πληθυσμοί, ποῦ υἱοθέτησαν καὶ τὸ λατινογενὲς ἰδίωμα καὶ ἐκλατινίσθηκαν δὲν μποροῦσαν νὰ εἶναι Ἕλληνες. 
Διετυπώθησαν λοιπὸν διάφορες θεωρίες περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν Βλάχων, οἱ ὁποῖες ἦσαν : 
α) Ἐποικισμὸς τῆς περιοχῆς ἀπὸ Ρωμαίους τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου. 
β) Κάθοδος Δάκων καὶ Γετῶν ἀπὸ τὶς Παραδουνάβιες περιοχὲς στὴν περιοχὴ τῆς ὁροσειρᾶς τῆς Πίνδου.
γ) Οἱ Βλάχοι εἶναι ἀπόγονοι Ἰλλυρικῶν φύλων, καὶ τέλος,
δ) Οἱ Βλάχοι προέρχονται ἀπὸ Θρακικὰ φύλα.

Ἡ πρώτη θεωρία, περὶ ἀποικισμοῦ ἀπὸ Ἰταλιῶτες Ρωμαίους, τελείως ἀνεδαφική, κατέρευσε γρήγορα χωρὶς μεγάλη προσπάθεια ἀντικρούσεώς της. Πουθενὰ στὴν Ἱστορία δὲν ἀναφέρεται μαζικὸς ἀποικισμὸς ἀπὸ κατοίκους τῆς Ἰταλικῆς χερσονήσου σὲ κατακτημένες ἀπὸ Ρωμαίους χῶρες. Μάλιστα ἀπὸ τὰ χρόνια ἀκόμη τῆς Δημοκρατίας, πρὸ τοῦ Αὐγούστου, ἀπαγορεύονταν καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ ὑπηρεσία Ἰταλιωτῶν στὶς Λεγεῶνες, ποῦ εἶχαν τὴν ἕδρα τους ἐκτὸς Ἰταλίας, πλὴν τῶν ἀνωτάτων ἀξιωματικῶν, γιὰ νὰ μὴ ἀποψιλωθεῖ ἀπὸ τὸν γηγενῆ πληθυσμό της ἡ Ἰταλικὴ χερσόνησος. Στὶς Ρωμαϊκὲς λεγεῶνες τῶν ἐπαρχιῶν κατατάσονταν γηγενεῖς τῶν περιοχῶν αὐτῶν, ὅπως Σύροι στὴν Συρία, Μακεδόνες, Ἰλλυριοὶ καὶ Θράκες στὴν Χερσόνησο τοῦ Αἵμου, Γαλάτες στὴν Γαλατία, Ἰβηρες στὴν Ἰβηρικὴ χερσόνησο κ.ο.κ.
Καὶ ἡ δεύτερη θεωρία, περὶ καθόδου Δάκων καὶ Γετῶν στὴν περιοχὴ τῆς ὀροσειρᾶς τῆς Πίνδου, κατέρευσε καὶ αὐτή, καὶ μάλιστα καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Ρουμάνοι ἐπιστήμονες, ἐκτὸς ὁρισμένων πολιτικοποιημένων, ἀναγνωρίζουν πλέον ὅτι δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στὴν Ἱστορία μετανάστευσις ἤ κάθοδος κατόπιν πιέσεων ἄλλων λαῶν, Δάκων καὶ Γετῶν στὸν προαναφερθέντα χῶρο. Ἀλλὰ καὶ ἐκ τῶν πραγμάτων ἦταν εὐάλωτος ἡ θεωρία αὐτή, γιατί ποιὸς λαὸς θὰ μετανάστευε ἀπὸ μιὰ εὔφορη πεδινὴ περιοχὴ καὶ θὰ ἐγκαθίστατο σὲ ἄγονη ὀρεινὴ περιοχὴ καὶ ὄχι σὲ πεδινὰ μέρη. Ἐπίσης ἡ γλωσσολογία καὶ οἱ λατινόφωνες ἐπιγραφές, πού βρέθηκαν στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ ἐκλατινισμὸς τῶν Μακεδόνων καὶ λοιπῶν Ἑλλήνων εἶχε ἐπέλθει πολὺ προτοῦ καταληφθεῖ ἡ Δακία ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Τραϊανό. Ἐπίσης ἡ ἀγροτικὴ ὁρολογία τῆς Ἀρωμουνικῆς διαφέρει τῆς Ρουμανικῆς, ὅπως καὶ τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τῶν βλαχοφώνων Ἑλλήνων ἀπὸ ἐκεῖνα τῶν Ρουμάνων. 
Ἡ τρίτη καὶ τετάρτη θεωρίες σκοπὸν εἶχαν νὰ ἀποδείξουν, ὅτι οἱ πληθυσμοὶ τοῦ εὐρύτερου Μακεδονικοῦ γεωγραφικοῦ χώρου, πρὸ τῆς κατακτήσεώς τους ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους δὲν ἦταν Ἕλληνες ἀλλὰ ἦταν Ἰλλυριοὶ ἤ Θράκες. Σκοπὸς ὅλων τῶν ξένων προπαγανδῶν, καὶ παλαιότερα ἀλλὰ καὶ τώρα, εἶναι νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἑλληνικότητα τῶν πληθυσμῶν, πού προσπαθοῦν νὰ παρασύρουν στὰ δίκτυά τους. Ἔτσι κὰτ΄ ἀρχὰς ἀνέπτυξαν τὴν θεωρία τοῦ Πανιλλυρισμοῦ καὶ ἀργότερα τὴν θεωρία τοῦ Πανθρακισμοῦ προσπαθῶντας νὰ ἀποδείξουν τὴν μὴ ἑλληνικότητα τῶν κατοίκων τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου. Ὁ Πανιλλυρισμὸς γρήγορα ἐγκαταλήφθηκε γιατί δὲν βρέθηκε κανένα στοιχεῖο γραπτό, σὲ ἐπιγραφές, μνημεῖα ἤ ἀρχαιολογικὰ εὐρήματα, πού νὰ ἀποδεικνύει Ἰλλυρικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία διδάσκει ὅτι οἱ Ἰλλυριοὶ ἀφομοιώθηκαν εἴτε ἐκλατινισθέντες τελείως, εἴτε ἐκσλαβισθέντες ἀργότερα καὶ ἔπαψαν νὰ ὑπάρχουν ὡς φυλή. Ἐξ ἀλλοῦ οἱ Ἰλλυριοὶ δὲν ἔπαιξαν ποτὲ σημαντικὸ ρόλο στὴν ἱστορία τῆς περιοχῆς. 
Τὰ τελευταία χρόνια, ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1950 ἀναπτύσεται μιὰ νέα ἐπιστήμη ἡ Θρακολογία ἀπὸ τοὺς Ρουμάνους, Βουλγάρους κ.λ.π. Μελετᾶ τὴν ὑπάρξη θρακικῶν γλωσσικῶν ἰχνῶν στὴν περιοχὴ καὶ παράλληλα διεγείρει τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἱστορία ( πολιτική, οἰκονομική, πολεμικὴ ), τὶς τέχνες τὰ γράμματα καὶ γενικὰ τὸν πολιτισμὸ τῶν Θρακῶν.
Ἡ μετὰ τὸν Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο Ρουμανικὴ προπαγάνδα, ἐπικουρούμενη καὶ ἀπὸ τὰ ἀλλὰ κομμουνιστικὰ τότε καθεστῶτα τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης, χρησιμοποίησε ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ὀργανά της καὶ τὴν Θρακολογία. Ἐκδίδει διάφορα περιοδικὰ στὰ ὁποῖα ὑποστηρίζει τὸν Πανθρακισμό, σὲ διάφορα συνέδρια θρακολογίας ὑποστηρίζει τὸ ἴδιο, καὶ ἀποστέλλει καὶ στὴν Ἑλλάδα διάφορα προπαγανδιστικὰ φυλάδια. Σκοπὸς της εἶναι νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ Ἀρωμουνοι - Βλάχοι εἶναι θρακικῆς καταγωγῆς. Ἡ δράσις τους ἐκτείνεται κυρίως στὸ ἐξωτερικὸ γιὰ νὰ πείσουν τὴν διεθνῆ κοινὴ γνώμη, ὅτι οἱ Βλάχοι εἶναι ἐκρωμαϊσμένοι Θράκες. Σ΄ ἕνα περιοδικό, πού ἐκδίδουν, τὸ ¨ Noi Tracii ¨, καλλιεργοῦν συστηματικὰ τὴνθρακοποίηση τῆς προρωμαϊκῆς Μακεδονίας. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρθρογράφους του, ὁ N. Βαϊντομὶρ σὲ ἄρθρο μὲ τὸν τίτλο ¨ Ἡ θρακικὴ καταγωγὴ τῶν πρὸ τῶν Ρωμαίων Μακεδόνων ¨ ὑποστηρίζει ἐπιστημονικοφανῶς τὴν θρακικὴ καταγωγὴ αὐτῶν, καὶ προσπάθει νὰ ἀποδείξει ὅτι οἱ Μακεδόνες δὲν ἦσαν Ἕλληνες, ἀφοῦ οἱ τελευταῖοι ἐξετείνονταν μόνον μέχρι τοῦ Ὀλύμπου. Ἄλλοι ὁμοϊδεάτες τοῦ Βαϊντομίρ, διακηρύττουν τὴν ὕπαρξη καὶ παρουσία ἐκλατινισμένων Θρακῶν καὶ στὴν Θεσσαλία. Σ΄ ἕνα δημοσίευμα, πού ἐκδόθηκε στὸ Παρίσι καὶ ὑποβλήθηκε μὲ ὑπόμνημα στὴν Διάσκεψη τῆς Μαδρίτης γιὰ ἀναγνώριση τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἀρωμουνικῆς Μειονότητος, ἰσχυρίζονται σὲ τρίτο πρόσωπο, ὅτι ἀρχικὰ οἱ Ἕλληνες κατοικοῦσαν τὰ νησιὰ καὶ τὶς ἀκτές. Τὴν ἐνδοχώρα τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου κατοικοῦσαν οἱ Βλάχοι: Οἱ ἐκρωμαϊσμένοι Θράκες..... Ἕνας ἄλλος, ὁ Papu MICIU ψευδώνυμό του Demostene Nacu ( ἀπὸ τὴν Ἐδεσσα ; ) προσπάθει νὰ πείσει τοὺς Ἀρωμούνους ὅτι στὴν Νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη ἀπὸ τὰ Καρπάθια μέχρι τὴν Ἀδριατικὴ καὶ τὸν Ὄλυμπο κατοικοῦσε, πρὸ τῆς Ρωμαϊκῆς κατακτήσεως, ἕνας μεγάλος λαός, οἱ Θράκες, οἱ ὁποῖοι πρὸς τὴν Ἀδριατικὴ ὀνομάζονταν Ἰλλυριοὶ ἀλλὰ ἀποτελοῦσαν μιὰ φυλὴ καὶ φαίνεται ὅτι ὁμιλοῦσαν καὶ τὴν ἴδια γλώσσα. Σ΄ ἕνα δημοσίευμά του, τὸ 1981, ἱστορεῖ πὼς οἱ Θράκες ὑποδουλώθηκαν στοὺς Ρωμαίους μὲ συνέπεια νὰ χάσουν τὸ ἐθνικό τους ὄνομα καὶ τὴ μητρική τους γλώσσα καὶ νὰ δεχθοῦν τὸ ἐθνικὸ καὶ τὴ γλώσσα τῶν κατακτητῶν. Ἔτσι τώρα οἱ Θράκες ὀνομάζονται Armani καὶ μετὰ τὴν ἐκλατίνισή τους χρησιμοποιοῦν τὴν Ἀρωμουνική. Προσθέτει ὅμως ἀμέσως ὅτι οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ὑποδουλώσει καὶ τοὺς Ἕλληνες ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τοὺς ἐκλατινίσουν. Ἡ προσθήκη αὐτὴ ἦταν ἀπαραίτητη, ὥστε νὰ ἀποκλεισθεῖ τὸ ἐνδεχόμενο ἐκλατινίσεως Ἑλλήνων, ὀπότε οἱ ἐκλατινισθέντες Ἕλληνες θὰ ἐπιβίωναν φυσιολογικὰ ὡς Armani, Βλάχοι - Ἀρωμοῦνοι. Ἐπίκουρός τοῦ Papu MICIU ἔρχεται τὸ 1982 ὁ V. Tega o ὁποῖος γράφει : ¨ Συμμεριζόμαστε ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἄποψη τοῦ Σαράντη καὶ τοῦ Πουλιανοῦ, κατὰ τὴν ὁποία οἱ Ἀρωμοῦνοι εἶναι αὐτόχθονες στὶς περιοχὲς πού κατοικοῦν, ἀλλὰ πρέπει νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τὸ ἐθνικὸ στοιχεῖο πού βρῆκαν οἱ Ρωμαῖοι κατὰ τὴν ἀφιξή τους στὴν Μακεδονία δὲν ἦταν ἑλληνικὸ ἀλλὰ θρακικὸ ¨. 

Τὸ Ἑλληνικὸ κράτος, ὅπως πάντα, ἦταν ἀνέτοιμο νὰ ἀντικρούσει τὶς θεωρίες τῆς Θρακολογίας καὶ τοῦ Πανθρακισμοῦ, εἴτε ἀπὸ ἀδιαφορία εἴτε ἀπὸ ἔλλειψη ὀργανωμένου κέντρου Ρωμανολογίας καὶ μελέτης τῆς ἱστορίας, τῆς Ἀρωμουνικῆς γλώσσας καὶ τῶν λοιπῶν στοιχείων τῶν βλαχόφωνων Ἑλλήνων. Ξένοι ἐρευνηταὶ καὶ ἐπιστήμονες καὶ ἀπὸ τοὺς δικούς μας ὁρισμένοι, μετρούμενοι στὰ δάκτυλα τῆς μίας χειρός, ὅπως ὁ ἀείμνηστος Εὐάγγελος Ἀβέρωφ - Τοσίτσας, ὁ Θ.Κ. Σαράντης καὶ κυρίως ὁ διαπρεπὴς Ρωμανολόγος - Βαλκανιολόγος Ἀχιλλεὺς Λαζάρου, τ. καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόνης, ἀπὸ τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου ἀρύτομαι τὰ περισσότερα στοιχεῖα πού παραθέτω, καὶ μερικοὶ ἄλλοι, ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ζήτημα τῶν Ἀρωμούνων - Βλάχων. 
Ἀπὸ τοὺς ξένους, ὁ C. Poghirc καθηγητὴς τῆς γλωσσολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Βουκουρεστίου ἀντικρούει τὸν Πανθρακισμὸ καὶ λέγει ὅτι τὸ ἐθνικὸ ὄνομα Θράκες ἀνῆκε σὲ μιὰ φυλή, γειτονικὴ τῶν Ἑλλήνων, χάρη στοὺς ὁποίους διαδόθηκε ὡς γενικὸ ὄνομα γιὰ ὅλες τὶς φυλὲς τῆς βορειοανατολικῆς χερσονήσου, ἀλλὰ ποτὲ οἱ καταγόμενοι ἀπὸ τὶς περιοχὲς αὐτὲς δὲν αὐτοκαλοῦνται Θράκες. Στὶς περιοχὲς αὐτὲς βρέθηκαν ἐπιγραφὲς ἑλληνικὲς καὶ λατινικὲς ὄχι ὅμως θρακικές. Ἐπίσης ὁ Βούλγαρος ἀκαδημαϊκὸς Georgiev διαχωρίζει τὴν δακικὴ γλώσσα ἀπὸ τὴν θρακικὴ καὶ χαρακτηρίζει τὴν δακικὴ ὡς ἰδιαιτέρα γλώσσα. Ο C. Poghirc συντάσσεται μὲ τὸν Georgiev καὶ ἡ συμβολὴ του εἶναι μοναδικὴ καὶ καίρια, διότι ἔχει ἀναγνωρίσει ἐπιστημονικὰ ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Μακεδονίας - στὴν εὐρύτερη γεωγραφικὴ ἔννοια τοῦ ὀροῦ - οἱ Μακεδόνες δὲν εἶναι Θράκες, ἡ δὲ γλῶσσα τῶν Μακεδόνων ἀποτελοῦσε διάλεκτο τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀσπάσθηκε καὶ ὁ Georgiev, ὁ ὁποῖος ἄλλοτε συσχέτιζε τὴν γλῶσσα τῶν ἀρχαίων Μακεδόνων μὲ τὴν Ἰλλυρική. Ἄρα εἶναι ἀτεκμηρίωτα ὅσα ἰσχυρίζονται οἱ D. Nacu, V. Tega καὶ Vaϊdomir. 

Τί εἶναι λοιπὸν οἱ Ἀρωμουνοι - Βλάχοι;

Κὰτ΄ ἀρχὰς εἶναι σήμερα παραδεκτὸ ἀπ΄ ὅλους τούς ἐπιστήμονες ὅτι οἱ Ἀρωμοῦνοι - Βλάχοι εἶναι αὐτόχθονες στὰ ἐδάφη, ὄπου σήμερα ζοῦν. Αὐτὸ ἀποδεικνύεται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἱστορία , τὶς ἐπιγραφές, τὴν ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη κ.λ.π. καθὠς καὶ ἀπὸ τὴν κατάρευση τῆς θεωρίας περὶ καθόδου Δάκων, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὶς ἀνθρωπολογικὲς μελέτες, πού ἔκαμε στὴν περιοχὴ τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου ὁ διαπρεπὴς ἀνθρωπολόγος Ἄρης Πουλιανός, τὰ συμπεράσματα τοῦ ὁποίου δὲν ἀμφισβήτησε κανεὶς τῶν ἀνθρωπολόγων. Ἐξ ἀλλοῦ τὴν ἐντοπιότητα τους τὴν παραδέχθηκαν καὶ τὴν ὑποστήριξαν καὶ διαπρεπεῖς Ρουμάνοι καὶ ἄλλοι ἐπιστήμονες ὅπως οἱ A.D. Xenopol, T. Papahagi,V. Parvan, D. Popovic, κ. α. καθὼς καὶ ὁ ἄλλοτε ὑπέρμαχος τῆς θεωρίας περὶ δακικης καταγωγῆς τῶν Βλάχων - Ἀρωμούνων, ὁ πολὺς Th. Capidan, Ρουμάνος ἀκαδημαϊκός. Δεδομένου ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἠπείρου, Μακεδονίας καὶ Θεσσαλίας εἶναι αὐτόχθονες καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι εἶναι Ἕλληνες καὶ ὄχι Ἰλλυριοὶ ἤ Θράκες, συνάγεται τὸ συμπέρασμα ὅτι καὶ οἱ Ἀρωμοῦνοι - Βλάχοι εἶναι ἀκραιφνεῖς Ἕλληνες, οἱ ὀποῖοι ὅμως ἕνεκα τῆς μακραίωνης ρωμαϊκῆς παρουσίας καὶ κυριαρχίας, ἄνω τῶν 800 ἐτῶν, ἔγιναν δίγλωσσοι ἤ καὶ ἀλλόγλωσσοι, λατινόφωνοι. 
Τὸ ἀξίωμα ὅτι δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκλατινισθοῦν ἑλληνικοὶ πληθυσμοὶ γιατί ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν μποροῦσε νὰ ὑποχωρήσει ἔναντι τῆς ὑποδεεστέρας λατινικῆς, δὲν εὐσταθεῖ σήμερα. Ἰδιαίτερα οἱ ἑλληνικοὶ ἐπιστημονικοὶ κύκλοι δὲν ἐννοοῦσαν νίκη τῆς λατινικῆς ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐπικαλούμενοι τοὺς περίφημους στίχους τοῦ Ὀρατίου :
¨ Graecia capta ferum victore cepit,
et artis intulit a gresti Latio.... 
παραγνωρίζοντας τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Ὀράτιος ἀναφερότανε σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἐποχὴ καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ κατέκτησαν οἱ Ἕλληνες πνευματικά τούς Ρωμαίους, οἱ ἴδιοι ὅμως μεταμορφώθηκαν σὲ Ρωμαίους, πού ἐπιβιώνουν ὡς Ρωμιοί, ὁ δὲ Ἑλληνισμὸς ὡς Ρωμανία μέχρι τὸν ἀπομακρυσμένο Πόντο ἤ ὡς Ρωμιοσύνη μέχρι τὴν Κύπρο. Ἐπίσης παραγνωρίζουν τὸ γεγονὸς τῆς ὑποχώρησης τῆς Ἑλληνικῆς κατὰ τὴν συνύπαρξη μὲ ἄλλες γλῶσσες, φορεῖς σαφῶς κατωτέρου πολιτισμοῦ ἀπὸ τὸν ἑλληνικὸ καὶ τὸν ρωμαϊκό, ὅπως ὑπήρξαν ἡ σλαβική, ἡ τουρκική, ἡ ἀραβικὴ καὶ ἡ ἀλβανική. 

Πρῶτος ὁ ὁποῖος παραδέχεται ἐκλατίνιση Ἑλλήνων ἦταν ὁ ἀείμνηστος ἀκαδημαϊκὸς Ἀντώνιος Κεραμόπουλος στὸ βιβλίο του ¨ Τί εἶναι οἱ Κουτσόβλαχοι ¨. Ο F. E. Peters μὲ τὸ βιβλίο του ¨ The Harvest of Hellenism ...¨ Λονδίνο, 1972 , ὑπερφαλαγγίζει τὸν Κεραμόπουλο καὶ χαρακτηρίζει τὸν Ἑλληνισμὸ σὰν Ἑλληνικὸ ( Greek Hellenism ) καὶ Λατινικὸ ( Latin Hellenism ), οἱ ὁποῖοι προέκυψαν ὑπὸ τὴν πολιτικὴν κυριαρχίαν τῆς οἰκουμενικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας. Ὁ Κεραμόπουλος ἀναπτύσσει τὴν θεωρία ὅτι οἱ Ἀρωμουνοι - Βλάχοι εἶναι ἀπόγονοι τῶν Μακεδόνων λεγεωναρίων, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ὑπηρετοῦσαν στοὺς ρωμαϊκοὺς Λεγεώνας ἐπὶ μία εἰκοσαετία ( τόση ἦταν ἡ ὑποχρέωση πού ἀνελάμβαναν ) μετέφεραν καὶ διατηροῦσαν τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα τῆς δημώδους λατινικῆς γλώσσας τῆς Ἀνατολῆς, τὸ ὁποῖο χρησιμοποιοῦσαν στὰ στρατόπεδα, καὶ κατὰ τὴν ἐπανεγκατάστασή τους στὴν πατρίδα τους, ὄπου ἐχρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τὴν Ρωμαϊκὴ Διοίκηση ὡς ὀροφύλακες, γιὰ τὴν ἐλεύθερη χρήση τῆς Ἐγνατίας, τὴν συντήρηση καὶ ἐκμετάλευση τῶν μεταφορικῶν μέσων, τῶν σταθμῶν, τῶν κέντρων συναλλαγῶν, τῶν πανδοχείων, τῆς ταχυδρομικῆς ὑπηρεσίας κ.λ.π. Ἐκ παραλήλου, ἐπιδώθηκαν καὶ στὴν κτηνοτροφία καὶ ἀργότερα στὸ διαμετακομιστικὸ ἐμπόριο κ.λ.π. 
Ἐπειδὴ οἱ Ρωμαῖοι ἀδυνατοῦσαν νὰ ἀναχαιτίσουν τὶς ἐπιδρομὲς τῶν βορείων γειτόνων τῆς Μακεδονίας, οἱ δὲ Μακεδόνες εἶχαν ὄφελος ἀπὸ τὴν κοινὴ ἀντιμετώπιση τοῦ κινδύνου ἤ τὴν πρόληψη ζημιῶν, ἡ στρατολόγηση στὴν Μακεδονία ἔλαβε μεγάλες διαστάσεις. Ἡ 5η Μακεδονικὴ λεγεὼν ἀριθμοῦσε 16.000 Μακεδόνες, μικρότερο δὲ ἀριθμὸ ἡ 6η τῶν Αἰτωλῶν καὶ Ἀκαρνάνων καὶ ἡ 7η τῶν Ἠπειρωτῶν.
Ἡ γνώμη τοῦ Κεραμόπουλου ἐξηγεῖ τὴν ἐκλατίνιση μέρους μόνον τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ. Σὲ οἱονδήποτε σημεῖο τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας κι ἂν ζοῦσαν οἱ Ἕλληνες δὲν ἀπέφυγαν τὴν ἐκλατίνιση. Οἱ Ρωμαῖοι ἀγωνίσθηκαν νὰ ἀποσπάσουν τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Ἑλλήνων. Τοὺς παραχώρησαν προνόμια, ἐλάττωσαν τὴν φορολογία, πρώτους σʹ αὐτοὺς ἔδωσαν τὴν ἰδιότητα τοῦ Ρωμαίου πολίτου καὶ τοὺς χρησιμοποίησαν στὴν διοίκηση τῶν κατακτημένων λαῶν. Σ΄ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ τὴν διοίκηση ἐξασκοῦσαν Ἕλληνες ἐκλατινισθέντες, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦσαν καὶ τὴν λατινικὴ γλῶσσα ἡ ὁποία ἦταν ἡ ἐπίσημη ὑποχρεωτικὴ γλῶσσα τῆς Διοικήσεως. Ἕλληνες ἀνέβηκαν στὰ ὕπατα ἀξιώματα τῆς Ρωμαϊκῆς διοικήσεως καὶ ἀναφέρονται Ἕλληνες συγκλητικοὶ καὶ Ὕπατοι. Ἀλλὰ καὶ κάτοικοι τῶν ἀστικῶν κέντρων ἐκλατινίσθηκαν, ἔμποροι καὶ λοιποὶ συναλλασσόμενοι μὲ τὴν Ρωμαϊκὴ Διοίκηση. Ἄρα μεγάλος ἀριθμὸς ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς χερσονήσου τοῦ Αἵμου ἐκλατινίσθηκε καὶ ἔγινε λατινόφωνος ἤ δίγλωσσος. Ἀπόγονοι λοιπὸν αὐτῶν τῶν ἐκλατινισθέντων Ἑλλήνων εἶναι οἱ σημερινοὶ Ἀρωμῦνοι - Βλάχοι. 

Τὸ κυριότερο ὅμως στοιχεῖο τῆς ἑλληνικότητος τῶν Ἀρωμούνων - Βλάχων εἶναι ἡ ἴδια ἡ συνείδησις αὐτῶν τῶν ἰδίων. Ἡ συνείδησις τους ὑπῆρξε πάντοτε καὶ εἶναι Ἑλληνική. Ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀγωνιστὲς τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ γένους, οἱ πλεῖστοι δὲ ἀρματωλοὶ καὶ κλέφτες, γιὰ νὰ μὴ ποῦμε ὅλοι, ἦταν Βλάχοι τῶν περιοχῶν τῶν Ἀγράφων, τῆς Πίνδου καὶ τοῦ Ὀλύμπου ὅπως οἱ Ζιακαῖοι, οἱ Λαζαῖοι, ὁ Βλαχάβας, ὁ Πρίφτης κ. α. Πρωτοστάτησαν στὴν ἐξέγερση μὲ πρωτομάρτυρα τὸν Ρήγα Φεραῖο, τὸν Γεωργάκη Ὀλύμπιο καὶ τοὺς περισσότερους, ἂν ὄχι ὅλους τοῦς Ἱερολοχίτες. Ἐπιδώθηκαν στὴν ἐπιστήμη καὶ ἀνέδειξαν πνευματικοὺς ἄνδρες ὅπως ὁ Κρυστάλλης, ὁ Ζαλοκώστας, ὁ Βαλαωρίτης κ. α., πολιτικοὺς ὅπως ὁ Ι. Κωλέττης ὁ Σπ. Λάμπρου, ὁ Σβῶλος κ. α. Ἵδρυσαν ἑλληνικὰ σχολεῖα σʹ ὅλη τὴν τουρκοκρατούμενη Εὐρώπη καὶ τὰ συντηροῦσαν μὲ κληροδοτήματα. Ἐμπορευόμενοι στὶς Εὐρωπαϊκὲς πόλεις δὲν διεκρίνοντο τῶν ἑλληνοφώνων, καὶ στὴ ἴδια τὴν Ρουμανία ἀποτελοῦσαν μέλη τῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων ἀποφεύγοντες τοὺς Ρουμάνους. 
Ἀναδείχθηκαν οἱ μεγαλύτεροι εὐεργέτες τοῦ Ἔθνους. Ὁ Δωρόθεος Σχολάριος, ὁ Σίνας, ὁ Στουρνάρης, ὁ Τοσίτσας, ὁ Ἀβέρωφ, οἱ Ἀφοὶ Ζάππα, οἱ Ἀφοὶ Ριζάρη, ὁ Μπάγκας, ὁ Ἀρσάκης καὶ τόσοι ἄλλοι ἦταν ὅλοι τους Ἀρωμοῦνοι - Βλάχοι. Τί ἄλλην μαρτυρίαν θέλουμε, ὅπως εἶπε ὁ Ἀρχιερεύς, περὶ τῆς ἑλληνικότητος τῶν Βλάχων; 
Οἱ Ἀρωμοῦνοι - Βλάχοι εἶναι οἱ πλέον ἀκραιφνεῖς Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα λόγω τῆς διαβιώσεώς τους στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους καὶ τῆς ἀποφυγῆς ἐπιμειξιῶν, διατηροῦν ἀλώβητο τὴν ἑλληνικότητά τους. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀντώνιος Κεραμόπουλος, ¨ Τί εἶναι οἱ Κουτσόβλαχοι ¨. Ἀθῆναι 1939
Εὐάγγελος Ἀβέρωφ-Τοσίτσας, ¨ Ἡ Πολιτικὴ Πλευρὰ τοῦ Κουτσοβλαχικοῦ Ζητήματος ¨. Ἰδρ. Εὐαγ. Ἀβέρωφ-Τοσίτσα, Τρίκαλα 1992, 3η ἔκδοση.
Ἀχιλεὺς Λαζάρου, ¨ Βαλκάνια καὶ Βλάχοι ¨. Ἔκδ. Φιλολ. Συλλόγου Παρνασός. Ἀθῆναι 1993.
Τηλεμαχος Κατσουγιάννης, ¨ Περὶ τῶν βλάχων τῶν Ἑλληνικῶν Χωρῶν ¨. Ἐταιρία Μάκ. Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 1964.
Ἄρης Πουλιανός, ¨ Ἡ Προέλευση τῶν Ἑλλήνων ¨ 4η ἔκδοσις. ¨Δάφνη ¨ Χαλκιδικης 1988.

Δημοσιεύθηκε στὸ ¨ ΙΑΤΡΙΚΟ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ¨ Τεῦχος 7, 1999. Σέλ: 45 -50

* Άρθρο του Αναστάση Κ. Πηχιών, εγγονού του Μακεδονομάχου Αναστ. Πηχιών και δωρητή του αρχοντικού Πηχιών, όπου στεγάζεται σήμερα το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα στην πόλη της Καστοριάς